συνέδριον
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
τό,
A council, σ. κατασκευάζειν, συνάγειν, Pl.Prt.317d, Aeschin.3.89; ὁμογνώμονες τοῦ σ. πάντες IG14.952.28 (Acragas, iii B.C.); meeting, μεταπεμφθέντων εἰς κοινὸν σ. τῶν . . δεκανῶν PTeb.27.31 (ii B.C.); of a council of war, X.HG1.1.31, etc.; of the Areopagus, Aeschin.1.91, Din.1.54; τὰ σ., of the 600 together with the Areopagus, IG22.3640; of a board of trade, D.58.8; of the Roman Senate, Plb.1.11.1, etc.; the Carthaginian Senate, Id.1.31.8; the Jewish Sanhedrin, Ev.Matt.5.22, etc. (also of local Councils attached to synagogues, ib.10.17, Ev.Marc.13.9, Cod.Just.1.9.17); the Senate at Constantinople, Lib.Or.20.37; τὸ σεμνότατον σ. τῆς γερουσίας, at Thasos, IG12(8).388; τὸ σ. σ. τῶν γερόντων IGRom.4.782 (Apamea); τὸ χωρίον ἐν ᾧ σ. ἦν αὐτῷ τῶν πολιτῶν Gal.6.332; freq. of a congress of Allies or Confederates, Hdt.8.56,75, X.HG7.1.39, D.18.22, Aeschin. 2.70, 3.58, D.S.16.89, etc.; τὸ σ. τῶν Ἑλλάνων IG12(3).1259.4 (Smyrna, iv B.C.); ἁμῶν (sc. τῶν Ἀμφικτιόνων) OGI234.17 (Delph., iii B.C.), cf. SIG613.10 (ibid., ii B.C.); τὸ Ἑλληνικὸν σ. Plu.Arist. 19. 2 place of meeting, council-chamber, Hdt.8.79, X.HG2.4.23, POxy.717.8 (i B.C.); ἐν σ. in court, Lys.9.6; ἐνεπρήσθη τὰ σ. τῶν Πυθαγορείων Plb.2.39.1.
German (Pape)
[Seite 1010] τό, Sitzung od. Vereinigung von mehrern Sitzenden, βούλει συνέδριον κατασκευάσωμεν, Plat. Prot. 317 d; bes. Rathsversammlung, Her. 8, 56 Lys. 9, 6 Isocr. 3, 19; von der Amphiktyonenversammlung, Dem., wie Pol. 40, 6, 6; vom röm. Senat, Pol. 1, 11, 1 u. öfter, u. a. Sp.; – συντελεῖν εἰς τὸ συνέδριον, Luc. Deor. Conc. 15. – Auch die Versammelten selbst, und der Ort, wo die Sitzungen gehalten zu werden pflegten, Her. 8, 79, Xen. Hell. 2, 4, 23, Hdn. 6, 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
συνέδριον: τό, ὡς καὶ νῦν, σῶμα ἀνδρῶν ὁμοῦ συνηγμένων ἐν συμβουλίῳ, συμβούλιον, σ. κατασκευάζειν, συνάγειν Πλάτ. Πρωτ. 317D, κτλ.· ἐπὶ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 31, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου πάγου, Αἰσχίν. 13. 11, Δείναρχ. 97. 9, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 402· ἐπὶ συμβουλίου ἢ συνεδρίου ἐμπορικῶν ὑποθέσεων, Δημ. 1324. 11· ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Πολύβ. 1, 11, 1, κτλ.· ἐπὶ τῆς ἐν Καρχηδόνι γερουσίας, ὁ αὐτ. 1. 31, 8 ἐπὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Sanhedrim, Eὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22, κτλ.· ― μάλιστα δὲ ἐπὶ συνελεύσεως ἀντιπροσώπων συμμάχων ἢ ὁμοσπόνδων πολιτειῶν, Ἡρόδ. 8. 56, 75, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 39, Δημ. 232. 16, Αἰσχίν. 37. 12, 61 ἐν τέλει κτλ. 2) ὁ τόμος ἔνθα τὸ συμβούλιον συνέρχεται, τὸ βουλευτήριον, Λατ. curia, Ἡρόδ. 8. 79, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· ἐν τῷ σ., ἐν τῷ συμβουλίῳ, Λυσί. 114. 39 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. assemblée siégeant, particul. :
1 conseil des amphictions;
2 collège ou compagnie judiciaire en parl. de l’Aréopage;
3 le Sénat à Rome, à Carthage;
4 conseil de guerre;
II. lieu des séances d’une assemblée.
Étymologie: σύνεδρος.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of a compound of σύν and the base of ἑδραῖος; a joint session, i.e. (specially), the Jewish Sanhedrin; by analogy, a subordinate tribunal: council.
English (Thayer)
συνεδρίου, τό (σύν and ἕδρα; hence, properly, 'a sitting together'), in Greek authors from Herodotus down, any assembly (especially of magistrates, Judges , ambassadors), whether convened to deliberate or to pass judgment; Vulg. concilium; in the Scriptures
1. any session or assembly of persons deliberating or adjudicating (συνήγαγον συνέδριον (A. V. "gathered a council]"], the Sanhedrin, the great council at Jerusalem (Talmud, סַנְהֵדְרִין), consisting of seventy-one members, viz. scribes (see γραμματεύς, 2), elders, prominent members of the high priestly families (hence, called ἀρχιερεῖς; see ἀρχειρευς, 2), and the high priest, the president of the body. The fullest periphrasis for Sanhedrin is found in R G; οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι). The more important causes were brought before this tribunal, inasmuch as the Roman rulers of Judaea had left to it the power of trying such cases, and also of pronouncing sentence of death, with the limitation that a capital sentence pronounced by the Sanhedrin was not valid unless it were confirmed by the Roman procurator (cf. Josephus, Antiquities 20,9, 1). The Jews trace the origin of the Sanhedrin to A. V. council) is mentioned in smaller tribunal or council (so A. V.) which every Jewish town had for the decision of the less important cases (see κρίσις, 4): Winer s RWB under the word Synedrium; Leyrer in Herzog edition 1under the word Synedrium (Strack in edition 2); Schürer, Neutest. Zeitgesch. 2te Aufl. § 23, II., III. (and in Riehm, p. 1595ff); Holtzmann in Schenkel see, p. 446ff; (BB. DD., under the word <TOPIC:Sanhedrim> (especially Ginsburg in Alex.'s Kitto); Hamburger, Real-Encycl. ii, pp. 1147 -1155; Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 553ff; Farrar, Life of Christ, Excurs. xiii.).
Greek Monotonic
συνέδριον: τό,
1. σώμα ανδρών που έχουν συνέλθει σε συνεδρίαση ή σύσκεψη, συνέλευση, συμβούλιο, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, σε Πολύβ.· το Ιουδαϊκό Sanhedrim, σε Καινή Διαθήκη· ιδίως λέγεται για συμβούλιο αντιπροσώπων από συμμαχικές ή ομόσπονδες πολιτείες, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.
2. βουλευτήριο, χώρος όπου διεξάγονταν συνδιασκέψεις, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνέδριον: τό1) совещательный орган, совет Xen., Aeschin., Dem., Diod.;
2) (в Риме и Карфагене) совет старейшин, сенат Polyb.; (у древних евреев) синедрион NT;
3) совещание, заседание (σ. κατασκευάζειν Plat. и συνάγειν NT);
4) место или зал заседаний Her., Xen., Lys.