πάταγος
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
[πᾰ], ὁ,
A clatter, crash, as of trees falling, π. δέ τε ἀγνυμενάων (sc. γίγνεται) Il.16.769 ; π. δέ τε γίγνετ' ὀδόντων chattering of the teeth, 13.283 ; plash of a body falling into water, ἐν δ' ἔπεσον μεγάλῳ π. 21.9, cf. Pi.P.1.24 ; rattle or crash of thunder, Ar.Nu. 382, cf. Arist. Mu.395a13 ; π. ἀνέμων D.H.Comp.16 ; rumbling caused by flatulence, Hp.VM22 ; but never of the human voice (exc. in late Greek, βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ἐν ὑποκρίσει τὸν ἔξηχον π. Porph.Chr.35) : hence βοῇ καὶ πατάγῳ χρεώμενοι means, with a great shouting and clashing of arms, Hdt.3.79, cf. 7.211 ; π. δορός A.Th.103 (lyr.) ; τόξων S.Tr.518 (lyr.) ; ἀσπίδων E.Heracl.832, Ar.Ach.539 ; π. χύτρειος Id.Lys.329 (lyr.). (Onomatop. word.)
German (Pape)
[Seite 534] ὁ (onomatop.), das Klappern, Rasseln, jedes durch das Zusammentreffen, Aneinanderschlagen oder Zerbrechen harter Körper entstehende Geräusch oder Getöse; Il. 16, 769; π. ὀδόντων, das Zähneklappern, 13, 283; das Klatschen oder Patschen der Wellen, oder wenn ein schwerer Körper ins Wasser fallt, 21, 9; πέτρας φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ, Pind. P. 1, 24; δορός, Aesch. Spt. 99; τόξων, Soph. Tr. 518; Ἄρεος, Ant. 125; ἀσπίδων, Ar. Ach. 539; χυτρείου, Lys. 329; u. in Prosa, βοῇ καὶ πατάγῳ ἐπήϊσαν, Her. 7, 211, vgl. 3, 79. 8, 37; διὰ τραχύτητα καὶ πάταγον τοῦ ῥεύματος, Plut. Pyrrh. 2; τῶν ὀνομάτων, Luc. Tim. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πάταγος: ὁ, κρότος τραχὺς καὶ ἰσχυρός, οἷον ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, κρότος τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ κρότος σώματος πίπτοντος εἰς τὸ ὕδωρ, ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ κρότος ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ οὐδέποτε ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, ὥστε τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, μετὰ μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. Ἡρακλ. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· ὡσαύτως, π. χύτρειος ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. πατάσσω, πλαταγών, πλαταγέω).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bruit de deux corps qui s’entrechoquent ; claquement de dents, clapotement de l’eau par suite de la chute d’un corps pesant;
2 grand bruit, fracas en gén.
Étymologie: R. Πατ, frapper, heurter ; cf. πταίω, v. πατάσσω, παταγέω.
English (Autenrieth)
any loud sound of things striking together, crash of falling trees, chattering of teeth, dashing of waves, din of combat, Il. 16.769, Il. 13.283, Il. 21.9, 387.
English (Slater)
πᾰτᾰγος
1 crash πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ (P. 1.24)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ' ὀδόντων», Ομ. Ιλ.
β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.
μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος»)
μσν.
θόρυβος
αρχ.
1. η κλαγγή τών όπλων («ἔθεον ἔξω, βοῆ καὶ πατάγῷ χρεώμενοι», Ηρόδ.)
2. υπόκωφος κρότος
3. ο ήχος της ανθρώπινης φωνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πάταγος, το ρ. πατάσσω και το επίρρ. πατάξ αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς ενός εκφραστικού θέματος που οφείλεται σε ονοματοποιία (πρβλ. τ. δηλωτικούς ήχων και θορύβων: ολολύζω, ολολυγή). Ο τ. πάτ-αγ-ος εμφανίζει επίθημα με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο -γ- (πρβλ. αλαλαγή, πλαταγή, ολολυγή) και κατάληξη -ος (πρβλ. κτύπ-ος, κέλαδ-ος), ενώ το ρ. πατάσσω (< πατάκ-jω) επίθημα με άηχο ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. αράσσω, τινάσσω)].
Greek Monotonic
πάτᾰγος: ὁ, κρότος, γδούπος, λέγεται για δέντρα που πέφτουν, σε Ομήρ. Ιλ.· κρότος των δοντιών, στο ίδ.· παφλασμό σώματος που πέφτει στο νερό, στο ίδ.· θόρυβος ή βροντή κεραυνού, σε Αριστοφ.· κρότος χεριών, σε Ηρόδ., Τραγ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
πάτᾰγος: (πᾰ) ὁ
1) треск, грохот (ἀγνυμενάων, sc. δενδρέων Hom.);
2) стук, стучание (ὀδόντων Hom.);
3) гудение (τόξων Soph.);
4) лязг, бряцание, звон (ἀσπίδων Arph.);
5) шум, вой (τοῦ ῥεύματος Plut.);
6) шутл. трескотня (ὀνομάτων Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάταγος -ου, ὁ, onomat., geklapper, gekletter, geratel:. πάταγος δέ τε γίγνετ ’ ὀδόντων er ontstaat een geklapper van tanden Il. 13.283; πάταγος οὐχ ἑνὸς δορός het gekletter van niet slechts één speer Aeschl. Sept. 103.