στόμαχος

From LSJ
Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμᾰχος Medium diacritics: στόμαχος Low diacritics: στόμαχος Capitals: ΣΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: stómachos Transliteration B: stomachos Transliteration C: stomachos Beta Code: sto/maxos

English (LSJ)

ὁ, (στόμα)

   A throat, gullet, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Il.3.292, cf. 19.266; κατὰ στομάχοιο θέμεθλα νύξε 17.47; = οἰσοφάγος, Arist.HA495b19 sq., 493a8, Nic.Al.22.    2 neck of the bladder, τῆς κύστιος Hp. Aër.9; or of the uterus, Id.Mul.1.18, Steril.217; τοῦ αἰδοίου Id.Mul.1.36.    3 later, orifice of the stomach,= στόμα τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Plu.2.687d, Gal.6.431, 7.127; the stomach itself, 1 Ep.Ti.5.23, Dsc.5.6, Plu.2.698b, Sor.1.15, al., Gal.6.227, 15.460, M.Ant.10.31, Ath.3.79f; ἀμφοτέρας (sc. τὰς χεῖρας) ἐπὶ τοῦ σ. PMag.Leid.W.18.36; cf. Lat. stomachus.    4 anger, γέγονε σ. πρὸς δουλικὸν πρόσωπον Vett.Val.216.3; ἵνα μὴ ἔχωμεν στομάχους μηδὲ φθόνον POxy.533.14 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, eigtl. Mündung, Oeffnung; in ältester Zeit = Schlund, Kehle, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ, Il. 3, 292. 17, 47, wo die Schol. zu vgl., u. 19, 266; nach Arist. H. A. 1, 12 Hintertheil des αὐχήν. – Gew. der Magenmund und der Magen selbst, nach Gal. erst seit Arist., u. Sp. – Bei Hippocr. auch der Hals der Harnblase u. ὑστερέων, Muttermund.

Greek (Liddell-Scott)

στόμᾰχος: ὁ, (στόμα ΙΙ) κυρίως, στόμα, ἄνοιγμα· ὅθεν, 1) ἐν τῇ παλαιοτάτῃ γλώσσῃ, ὁ λαιμός, ὁ φάρυγξ, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Ἰλ. Γ. 292, Τ. 266· κατὰ στομάχοιο θέμεθλα νύξε Ρ. 47· τὸ αὐτὸ καὶ οἰσοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 8 κἑξ., ἐν παραβολῇ πρὸς 1. 12, 1. 2) παρ’ Ἱππ. ὡσαύτως, ὁ λαιμὸς τῆς οὐροδόχου κύστεως, π. Ἀέρ. 286· ἢ τῆς μήτρας, 598. 45., 677. 32, κτλ. 3) μετὰ τὸν Ἀριστ., τὸ ἄνοιγμα τοῦ στομάχου, = στόμα γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 22, Πλούτ. 2. 687D, Γαλην.· καὶ παρὰ μεταγενεστ., αὐτὸς ὁ στόμαχος, Πλούτ. 2. 698Α, Ἀθήν. 79F. - Πρβλ. Foës. Oecon., Greenhil εἰς Θεόφιλ. σ. 56. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. orifice, ouverture, d’où
1 gorge;
2 orifice de l’estomac ; estomac.
Étymologie: στόμα.

English (Autenrieth)

(στόμα): throat, gullet. (Il.)

English (Strong)

from στόμα; an orifice (the gullet), i.e. (specially), the "stomach": stomach.

English (Thayer)

στομαχου, ὁ (στόμα, which see);
1. the throat: Homer, others.
2. an opening, orifice, especially of the stomach, Aristotle
3. in later writings (as Plutarch, others) the stomach: 1 Timothy 5:23.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σακοειδής διεύρυνση του πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ του οισοφάγου και του λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα της κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε χημική σε άλλα, κατεργασία, της τροφής, προτού αυτή περάσει στο έντερο (α. «πάσχει από έλκος του στομάχου» β. «ἀλλ' οἴνῳ ὀλίγῳ χρῷ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για τα ασπόνδυλα) η πρώτη διεύρυνση του αρκετά διαφοροποιημένου πεπτικού σωλήνα, η οποία περικλείει στον βλεννογόνο της πολυκύτταρους ή μονοκύτταρους αδένες
2. ανατ. ασκοειδής διεύρυνση του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου, μεταξύ οισοφάγου και λεπτού εντέρου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα, η οποία καταλαμβάνει το άνω αριστερά τμήμα της κοιλιάς και της οποίας κύριες λειτουργίες είναι η έναρξη της πέψης τών υδατανθράκων και τών πρωτεϊνών, η μετατροπή της τροφής σε χυμό και η μεταφορά του χυμού στο λεπτό έντερο
3. φρ. α) «καρδία του στομάχου»
ανατ. το στόμιο του στομάχου που επικοινωνεί με τον οισοφάγο
β) «πυλωρική μοίρα του στομάχου»
ανατ. το άντρο και ο πυλωρικός σωλήνας
γ) «χειρουργική του στομάχου» — σημαντικό τμήμα της χειρουργικής της κοιλιάς
αρχ.
1. στόμιο, άνοιγμα
2. ο λαιμός, ο φάρυγγας
3. ο οισοφάγος
4. το άνοιγμα της ουροδόχου κύστεως
5. ο λαιμός της μήτρας
6. μτφ. οργή, δυσφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. στομ- του στόμ-α (βλ. λ. στόμα) / ουρανικό εκφραστικό επίθημα -(α)χος (πρβλ. οὐραχός, κύμβαχος). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. stomachus. Στη Λατινική, μάλιστα, το στομάχι εθεωρείτο ρυθμιστής της καλής ή της κακής διάθεσης του οργανισμού, απ' όπου η σημ. του ρ. stomachor «αγανακτώ, θυμώνω» και υποχωρητικά από τη σημ. του ρήματος η σημ. του stomachus «οργή, θυμός». Η σημ., τέλος, του λατ. stomachus πέρασε και στην Ελληνική, πρβλ. στόμαχος «οργή, δυσφορία» (βλ. και λ. μελαγχολία)].

Greek Monotonic

στόμᾰχος: ὁ (στόμα), κυρίως στόμα, άνοιγμα· απ' όπου·
1. λαιμός, φάρυγγας, σε Ομήρ. Ιλ.
2. στα μεταγεν. ελλ., στόμιο στομάχου, οισοφάγος, στομάχι.

Russian (Dvoretsky)

στόμᾰχος:1) горло: στομάχοιο θέμεθλα Hom. основание горла;
2) глотка Arst.;
3) отверстие желудка Plut.;
4) желудок Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμαχος -ου, ὁ [στόμα] keel, strot. monding, opening (van de blaas; hals van de baarmoeder). Hp. ingang van de maag, uitbr. maag.