νέω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
(A),
A νεῖ Pl.R.453d, νέομεν Pi.Fr.218 codd. Ath.; inf. νεῖν Epich.53, Th.7.30; part. νέων Od.5.344, Pl.R.529c: impf. ἔνεον Ar.Eq.321; Ep. ἔννεον Il.21.11; poet. νέον Alc.143: fut. νεύσομαι Hsch., νευσοῦμαι v.l. in X.An.4.3.12: aor. ἔνευσα (δι-) Pl.Prm.137a, (ἐξ-) E.Hipp.470, Th.2.90: pf. νένευκα (δια-) Pl.R.441c:—swim, χείρεσσι νέων Od.5.344; ἷξε νέων ib.442; νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι Hdt. 8.89, cf. 6.44; οὔτε ἐπιστ. νεῖν Th.7.30; νεῖν οὐκ ἴσαντι Epich. l.c. 2 metaph., of shoes that are too large, ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν was floating in my shoes, as if they were boats, Ar.Eq.321; νεῖν ἐξ ὑπτίας, v. ὕπτιος 11. fin. (Prob. cogn. with νάω, Lat. nare.)
νέω (B), fut. νήσω: aor. 1 ἔνησα:—Pass., aor. ἐνήθην: pf. νένησμαι (ἐπι-) Ps.-Luc.Philopatr.14:—
A spin, Hom. only aor. Med., ἅσσα οἱ κατὰ Κλῶθες νήσαντο the happenings which they spun out to him, Od. 7.198; of a spider, νῇ νήματα Hes.Op.777; στήμονα μακρὸν ἔνησα Batr.183; πέπλους τε νῆσαι S.Fr.439; στήμονα νήσω Ar.Lys.519; νῶσαι μαλθακωτάτην κρόκην Eup.319; τὰ νηθέντα Pl.Plt.282e: 3pl. νῶσι occurs in Ael.NA7.12 (as if from νάω), cf. Poll.7.32, 10.125, EM344.1; and Hsch. cites νῶντα· νήθοντα; in Eup.l.c. Meineke restores νῆσαι for νῶσαι. (Cf. Lat. neo 'spin', OHG. nāan 'sew', etc.)
νέω (C), fut.
A νήσω Suid.: aor. ἔνησα (v. infr.):—Med., fut. (in pass. sense) νήσομαι Hsch. (v. infr.): aor. ἐνησάμην Polyaen.8.65:— Pass., aor. ἐνήσθην Arr.An.7.3.2, Porph.Abst.2.54, also ἐνήθην (ἐπ-) prob. in Hdn.4.2.10: pf. νένημαι IG22.1522.23 (iv B.C.), X. (v. infr.), perh. also νένησμαι (v. infr.); Ion. 3pl. νενέαται (συν-) Hdt.2.135; 3sg. plpf. ἐνένηστο Ael.VH5.6: pres. only in compds. ἐπι-, περινέω (qq.v.):—heap, pile up, πυρὴν νῆσαι pile a funeral pyre, Hdt. 1.50, cf. Ar.Lys.269, Th.2.52, Porph. l.c. (Pass.); νήσαντες ξύλα E. HF243; ἀμφορῆς νενησμένοι Ar.Nu.1203; ἄρτοι νενημένοι X.An.5.4.27; νῶντος, glossed σωρεύοντος, Phot. II in Pass., to be stuffed, c. gen., νενημένην χοῖρον πολλῆς φορίνης Herod.4.15; cf. νησόμεθα· κορεσθησόμεθα, Hsch. (Contr. from νηέω, q.v.)
(D), Dor. Adv., in the phrase ἐς νέω,
A = εἰς νέωτα, next year, Riv.Fil.56.266 (Cyrene, dub.), v.l. in Theoc.15.143 (cf. Riv.Fil.56.413); εἰς νέων dub. in BGU958c13 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 249] νήσω, anhäufen, auf einen Haufen zusammentragen, VLL. erkl. σωρεύω (vgl. νηέω u. νηνέω); so πυρὴν νῆσαι, Her. 1, 50, einen Scheiterhaufen aufschichten; θησαυροὺς ἄρτων νενημένων, Xen. An. 5, 4, 27; Sp. Bei Ar. Nubb. 1185 steht ἀμφορῆς νενησμένοι, wie Luc. Peregr. 35 u. Ael. V. H. 6, 12, u. bei Eust. νησθείς. gehen, s. νέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
νέω: (Α), ὑπάγω, ἴδε νέομαι ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
1d’ord. au Moy. νέομαι, aller.
Étymologie: R. Νες aller ; cf. νόστος.
2f. νεύσομαι et νευσοῦμαι, ao. ἔνευσα;
nager.
Étymologie: R. Νυ ou Σνυ, renforcée en νευ- > νε- ; cf. lat. nare, natare.
3f. νήσω, ao. ἔνησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐνήθην;
filer;
Moy. νέομαι (3ᵉ pl. ao. épq. νήσαντο) m. sign.
Étymologie: R. Νε filer ; cf. lat. neo.
English (Autenrieth)
(1) (σνέϝω), ipf. ἔννεον: swim.
(2) (cf. neo), mid. aor. νήσαντο: spin, Od. 7.198†.
English (Slater)
νέω
1 swim met. πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν (a description of the effects of wine) fr. 124. 7.
Greek Monolingual
(I)
νέω (Α)
1. πλέω, κολυμπώ
2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω, αλλά εμφανίζει θέμα με -ε-, πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί συνέδεσαν το ρ. νέω με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «νοά
πηγή», με το όνομα ενός ποταμού της Αρκαδίας και της Μικράς Ασίας Νοῡς και με έναν παθ. αόρ. «ἔννυθεν
ἐκέχυντο». Στην περίπτωση αυτή, όμως, το ρ. νέω θα συνδεόταν ετυμολογικά με το ρ. νάω «ρέω», υπόθεση που δεν φαίνεται πειστική, μια και η ίδια ρίζα snā- «ρέω, υγρασία» θα παρουσίαζε δύο διαφορετικές αρχικές σημασίες: α) «κολυμπώ» και β) «ρέω, γλιστρώ». Η σύνδεση, εξάλλου, και των τ. νῆσος και νότος με το ρ. νέω θεωρείται αμφίβολη].
(II)
νέω (Α)
1. γνέθω, κλώθω
2. μτφ. (για τις Μοίρες) ορίζω, μοιραίνω («ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε γιγνομένῳ νήσαντο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω ανάγεται σε Ι.Ε. ρίζα με μακρό φων. snē- «συναρμόζω νήματα, γνέθω» (πρβλ. και νεῦρον) και συνδέεται με: κελτ. snīid «στρέφω το νήμα, γνέθω», αρχ. ινδ. snāyati «περιτυλίγω», λατ. nĕo «κλώθω» και nēmen / nēma «νήμα» (πρβλ. νήμα). Επίσης το ρ. συνδέεται και με τ. που εμφανίζουν -ō-, δηλ. την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. αγγλοσαξ. snōd «ταινία, διάδημα»). Οι ελλ. όμως τ. που εμφανίζουν -ω- (πρβλ. νῶσι, νῶντα) θεωρούνται προϊόντα συναίρεσης από αμάρτυρους τ. με -η-: νήουσι, νήοντα. Στην κλίση του νέω, τέλος, παρατηρείται εμφανώς η επίδραση της συζυγίας των σε -ήω ρημάτων (πρβλ. ζήω, ζῆν, ζῇ), ενώ οι τ. με -ει-, νεῖ, νεῖν θεωρούνται δευτερογενείς και μεταγενέστεροι (βλ. και λ. νήθω)].
(III)
νέω (Α)
1. μαζεύω, συσσωρεύω, επισωρεύω («νήσαντες ξύλα», Ηρόδ.)
2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) νενημένος και νενησμένος
ο υπερβολικά γεμάτος, ο παραγεμισμένος («ἀμφορῆς νενησμένοι», Αριστοφ.)
3. (το παθ.) (κατά τον Ησύχ.) «νησόμεθα
κορεσθησόμεθα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νηέω.
(IV)
νέω (Α)
(δωρ.τ.) φρ. «ἐς νέω» (= εἰς νέωτα)
τον επόμενο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νέωτα.
Greek Monotonic
νέω: (Α), πηγαίνω, βλ. νέομαι.
• νέω: (Β), παρατ. ἔνεον, Επικ. ἔννεον· μέλ. νευσοῦμαι· αόρ. αʹ ἔνευσα· παρακ. νένευκα· κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για παπούτσια δυσανάλογα μεγάλα· ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν, έπλεα μέσα στα παπούτσια μου, σαν να ήταν βάρκες, σε Αριστοφ.
• νέω: (Γ), μέλ. νήσω, αόρ. αʹ ἔνησα — Παθ., αόρ. αʹ ἐνήθην, παρακ. νένησμαι· κλώθω, γνέθω· λέγεται για αράχνη, νεῖ νήματα, σε Ησίοδ. — Μέσ., ἅσσα οἱ νήσαντο, κλωστές με τις οποίες τον τύλιξαν (οι Μοίρες), σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ νηθέντα, σε Πλάτ.
• νέω: (Δ), μέλ. νήσω, αόρ. αʹ ἔνησα — Παθ., παρακ. νένησμαι ή -ημαι, Ιων. γʹ πληθ. νενέαται· σωρεύω, στοιβάζω, επισωρεύω· πυρὰν νῆσαι, σωρεύω ξύλα για νεκρική πυρά, σε Ηρόδ.· νήσαντες ξύλα, σε Ευρ. — Παθ., ἀμφορῆς νενησμένοι, σε Αριστοφ.· ἄρτοι νενημένοι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νέω: (aor. ἔνησα; pf. pass. νένησμαι и νένημαι) нагромождать, наваливать, насыпать, складывать (πυράν Her., Plut.; ξύλα Eur.; τὰς πυράς Thuc.): ἀμφορῆς νενησμένοι Arph. набросанные в кучу кувшины, т. е. беспорядочная груда бессловесных существ; ἄρτοι νενημένοι Xen. кучи хлеба.
II (fut. νεύσομαι и νευσοῦμαι; aor. ἔνευσα; эп. impf. ἕννεον) плавать, плыть: κατὰ στόμα ἷξε νέων Hom. (Одиссей) добрался до устья вплавь; ἡ τοῦ νεῖν ἐπιστήμη Plat. уменье плавать.
III (fut. νήσω, aor. ἔνησα; aor. pass. ἐνήθην) прясть (νήματα Hes.; στήμονα Arph.): τὰ νηθέντα Plat. пряжа; ἅσσα οἱ νήσαντο Κατακλῶθες Hom. то, что ему напряли Пряхи, т. е. Мойры.
act. к νέομαι (νέων v. l. к ἐών Her. 5.59).
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: v.
Meaning: swim (Il.), ipf. ἔ-ννεον (Φ 11), aor. νεῦσαι, perf. νένευκα (Att.), fut. νεύσομαι (H.), -σοῦμαι (v. l. X. An. 4, 3, 12).
Compounds: Often w. prefix, e.g. δια-, ἐκ-, περι-.
Derivatives: νεῦσις f. schwimming (Arist.), ἀνάνευ-σις prop. "swimming up(ward)", coming up, the living up (LXX). -- Besides νήχω, usu. -ομαι (on the variation of diathesis Schwyzer-Debrunner 232), Dor. (Ps.-Theoc.) νάχω, -ομαι, fut. νήξομαι (ep. poet. Od.), aor. νήξασθαι (Plb., Lyc., AP), perf. midd. νενῆχθαι (Ath.), very often w. prefix (mostly midd.), e.g. παρα-, δια-, ἐκ-, ἐπι-, swim. From this νῆξις f. swimming (Batr., Plu., medic.), διάνηξ-ις swimming through (Herm. ap. Stob.), νηχαλέος swimming (Xenocr.), after μυδαλέος a.o.
Origin: IE [Indo-European] [971] *sneh₂- swim
Etymology: The present νή-χ-ω, νά-χ-ω, from which νήξομαι etc., has a velar enlargement of IE snā- in Skt. snā́-ti bathes, Lat. nā-re swim, OIr. snāim swim, creep; cf. σμῆ-ν : σμή-χ-ω etc. (Schwyzer 702; hypotheses on the aspect by Chantraine BSL 33, 81 ff., Gramm. hom. 1, 331.). The in vocalism deviating νέω, νεῦσαι agrees with πλέω : πλεῦσαι and can be a rhime-formation; verbal nouns with o-ablaut are supposed in νόα (rather with Bechtel Dial. 2, 378, Wackernagel Phil. 95, 178 = Kl. Schr. 2, 877 νοά) πηγή. Λάκωνες H. and in Νοῦς ποταμός (Arcadia, Asia Minor; cf. Schwyzer 310), a zero grade aorist in ἔννυθεν ἐκέχυντο H. (tradition correct?). Beside νήχω, νέω there is νάω bubble up, stream (s.v.). -- More hypotheses on IE snā-, snāu-, sneu- etc. (after Brugmann IF 20, 221 ff.) in WP. 2, 692ff., Pok. 971 ff., W.-Hofmann s. nō; also w. rich lit. Cf. νῆσος and νότος.
2
Grammatical information: v.
Meaning: spin.
Other forms: 3. sg. νῃ̃ (νῆ, νεῖ; Hes. Op. 777), 3. pl. νῶσι (Ael., Poll.), ipf. ἔννη (Aeol.; Hdn., EM), inf. νῆν, ptc. νῶντα (H.), νώμενος (Poll.); besides νήθω (Cratin., Pl., LXX); aor. νῆσαι, -ασθαι (since η 198); νῶσαι (Eup. 319; ptc.pl. f.?; Meineke νῆσαι), pass. νηθῆναι and fut. νήσω (Att.), perf. midd. νένησμαι (late).
Compounds: Rarely w. ἐπι-, δια-, συν-, κατα-.
Derivatives: νῆμα n. tectile fabric, thread (Od.) with νηματ-ικός consisting of threads (Ath. Mech.), -ώδης fibrous (Plu.); νῆσις f. spinning (Pl.); νῆτρον n. distaff (Suid.); νήθουσα f. plantname s.s.v.
Origin: IE [Indo-European] [973] *sneh₁- spin
Etymology: On the dental enlargement in νή-θω cf. κνή-θω (: κνῆ-ν), πλή-θω (: πλῆ-το) a.o. (Schwyzer 703). -- From ἔ-ννη and ἐΰ-ννητος well spun (Hom.) appears an orig. sn-, which is also seen in MIr. snīid spinns, restores and perh. in Lat. nē-re spin; an s-less form is however ascertained a.o. by German., e.g. OHG nā-en sew. Monosyllabic νῃ̃ can stand for *σνηι-ει and can be compared directly with Skt. snāy-ati winds around, clothes and with Lat. neō < *snēi-ō (on the stem s. below). Like ἔ-ννη from *e-snē can νῆ also be athematic (Schwyzer 675). But νῶσι, νῶντα, νώμενος are rather thematic from *νη-ουσι, *νή-οντα, *νη-όμενος than with old ō-ablaut, which however occurs frequently outside Greek, e.g. in Latv. snāju, snāt wind together loosely, e.g. spinning and in several nouns like OIr. snāthe thread, OGutn. snōÞ cord = OE snōd headband (OHG snuor Schnur is polyinterpret.). Beside IE snē- : snō- there are, esp. in Balto-Slav., forms with ī-vowel, e.g. Russ. nitь thread; for νῃ̃ < *σνηι-ει, snāyati (beside snāy-u- band, sinew), Lat. neō, remains beside the explanation as yotpresent also an old longdiphthong to be sonsidered [improbable]. -- With νῆμα agrees Lat. nēmen n. phantom, which is however a young formation; OCS snopь sheaf, band, compared by Specht KZ 68, 123 is far away. Also the genetically identical νῆσις and OHG nāt Naht are rather parallel innovations. -- WP. 2, 694f., Pok. 973, W.-Hofmann s. neō, Vasmer s. nítь, Fraenkel Wb. s. nýtis; everywhere further forms and rich literature.
3
Grammatical information: v.
Meaning: heap (up), load w. sthing.
Other forms: Aor. νῆσαι, -ασθαι, perf. midd. νένη(σ)μαι, also with ἐπι-, περι-, συν- a.o. (IA.), aor. pass. νησθῆναι (Arr.), fut. νήσω (Suid.), νησόμεθα κορεσθησόμεθα H.; ipf. also νήει, νήεον, aor. νηῆσαι (ep. Il.; ναήσατο B. 3, 33), besides νήνεον (only v. l. Ψ 139), ἐπ-, παρ-ενήνεον (Hom.).
Compounds: Presentstem only with ἐπι-, περι- (Hdt.).
Derivatives: νήησις f. heaping up (sch. A. R. 1, 403).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Hom. -ενήνεον may have a lengthened grade intensive reduplication [but δη-δέχ-αται does not exist] (Brugmann-Thumb 304); by Brugmann Grundr.2 II : 3, 27 strongly doubted with agreement of Schwyzer 648 n. 3, who assumes a mistake for -ενήεον. The pres. νηέω, supposed on the basis of νήει, νήεον, can like other presents in -έω have started from the mon-present stem in η in νηῆσαι (cf. Schwyzer 721), thus -νέω from νῆσαι (the last shortened from νηῆσαι [LSJ, Chantraine Gramm. hom. 1, 348]?; "improbable" Schwyzer l.c.); the forms remain anyhow unclear. Also νῶντος σωρεύοντος (Phot.) can be explained in diff. ways. -- No etymology.