Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακορής

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακορής Medium diacritics: κατακορής Low diacritics: κατακορής Capitals: ΚΑΤΑΚΟΡΗΣ
Transliteration A: katakorḗs Transliteration B: katakorēs Transliteration C: katakoris Beta Code: katakorh/s

English (LSJ)

ές,

   A satiated, glutted, οἴνῳ Phryn.PSp.83B.; σιτίοις Procop.Arc.13.    2 of solutions, saturated, strong. φάρμακον Hp. Epid.5.15, cf. Gal.19.108; ἅλμη Id.5.111.    3 of colours, deep, μέλαν κατακορές Pl.Ti.68c, cf. Arist.Col.795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; διαχώρημα Hp.Coac.596, cf. Epid.4.20; τὰ κ. πονηρά Id.Coac.601; ἐρύθημα Id.Epid.7.7; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108.    4 of harmony, complete, τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3; -κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; -κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65.    II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6; βήξ Id.Epid.7.26; profound, ὕπνος ib.7.2.    b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78.    2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr.240e, Lg.776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh.1406a13, cf. Demetr.Eloc.303; κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79; τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10, cf. 32.2.5; ὁ Δημοσθένης . . ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3; -εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45.    III Adv. -κορῶς, Ion. -ρέως, deeply, intensely, κ. δίαιμον deeply tinged with blood, Aret.SA1.10.    2 to excess, διαχωρήματα μᾶλλον τοῦ καιροῦ -έως Χολώδεα Hp.Acut.54; cf. κατάκορος.

German (Pape)

[Seite 1355] ές, ganz gesättigt, nach B. A. 48, 13 besser als κατάκορος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κατακορής: -ές, (κατακορέννυμι), ἐντελῶς κορένυμαι, εἰμὶ πεπληρωμένος μέχρι κόρου, κεκορεσμένος σχεδὸν μέχρι ἀηδίας, οἴνῳ Α. Β. 48· σιτίοις Προκοπ. Ἀνέκδ. 13, ἀντίθετον τῷ ἄκροις δακτύλοις γεύεσθαι. 2) ἐπὶ χρωμάτων, πεπληρωμένος, τέλειος, «βαθύς», Λατ. saturatus, μέλαν κατακορὲς Πλάτ. Τίμ. 68C, Θεόφρ. π. Χρωμ. 25· κ. χροίην ἢ χρόᾳ Γαλην. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβολικός, σφοδρός, βήξ, ἐρύθημα, ῥύσις, δίψα, ὕπνος, κτλ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon. 2) ἐπὶ τοῦ ὁμιλεῖν, ἀκόρεστος, ὑπερβολικός, ἄμετρος, φορτικός, ὀχληρός, παρρησία, συνουσία Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε, Νόμ. 776Α· ἂν ᾖ κατακορῆ τὰ ἐπίθετα Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ὁ Δημοσθένης... ἐν τούτῳ τῷ γένει κατακορέστατος Λογγῖνος 22. 3· κατακορεστέραις κέχρηται ταῖς ἁρμονίαις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 45.― Ἐπίρρ. -ρέως Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε κατάκορος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fastidieux, fatigant, excessif.
Étymologie: κατά, κορέννυμι.

Greek Monolingual

κατακορής, -ές (Α)
1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.)
2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.)
3. (για χρώματα) βαθύςχρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.)
4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν», Νικόμ.)
5. έντονος, σφοδρός («κατακορὴς δίψα», Ιπποκρ.)
6. άμετρος, υπερβολικός («παρρησίᾳ κατακορεῑ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρωμένου», Πλάτ.)
7. φρ. α) «κατακορὲς αἴνιγμα» — αίνιγμα που δύσκολα λύνεται (Φίλ.)
β) «κατακορὴς γνώμη» — βαθυστόχαστη απόφαση (Φίλ).
επίρρ...
κατακορῶς και ιων. τ. κατακορέως (Α)
1. έντονα, βαθιά («κατακορέως δίαιμον» — βαθιά χρωματισμένο με αίμα, Αρετ.)
2. υπέρμετρα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κορής (< κόρος (Ι) «χορτασμός»), πρβλ. δια-κορής, υπερ-κορής].

Greek Monotonic

κατακορής: -ές (κορέννυμι), χορτασμένος, υπερπλήρης, κορεσμένος· μεταφ., άπληστος, αχόρταγος, υπέρμετρος, υπερβολικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κατακορής:
1) густой, темный, насыщенный (χρῶμα Sext.): μέλαν κατακορές Plat. густо-черный цвет;
2) чрезмерный, преувеличенный (τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.);
3) неумеренный, излишний (παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.);
4) не знающий меры (γυναικῶν γένος Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κορής -ές [κατά, κορέννυμι] buitensporig:. παρρησία κ. buitensporig gepraat Plat. Phaedr. 240e. geneesk. hevig (van symptomen):; ῥύσις κ. hevige bloeding Hp. Med. 6; sterk (van geneesmiddelen); Hp.; vol, verzadigd (van ingewanden). Hp. van kleuren verzadigd, diep, donker:. μέλαν κατακορές pikzwart Plat. Tim. 68c.