νομικός
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ή, όν,
A relating to laws, αἴτια, title of work by Democritus; resting on law, ἤθη Pl.Lg.625a; conventional, ν. δίκαιον, opp. φυσικόν, Arist.EN1134b20; ν. φιλία, opp. ἠθική, ib. 1162b23. Adv. -κῶς after the manner of law, i.e. in a broad, general way, Id.Pol.1341b31. 2 forensic, μάχαι Ep.Tit.3.9; ἀγῶνες, opp. λογικοί, ἠθικοί, Philostr.VS1.22.1; relating to points of law (opp. matters of fact), στάσις, ζήτημα, Hermog.Stat.2,3; ν. ὀνόματα law-terms, Id.Meth.2; τὰ ν. law matters, Phld.Rh.1.37 S., Plu.Cic.26. Adv. -κῶς by legal process, Id.2.533b. II learned in the law, Alex.39, Pl.Min.317e (Sup.); doctor of the Jewish law, Ev.Matt.22.35,al. 2 lawyer, notary, Plu.Cic.26, Gal.Libr.Ord.5, BGU326ii22 (ii A.D.). 3 legal adviser, assessor of a magistrate, Mitteis Chr.372 iii 18 (ii A.D.), etc.; ν. ἄριστος CIG2787 (Aphrodisias), cf. BGU361 iii 2 (ii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
νομικός: -ή, -όν, (νόμος) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νόμους, Πλάτ. Νόμ. 625Α· ὁ ἐπὶ νόμου στηριζόμενος, κατὰ νόμον, ν. δίκαιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικόν, Ἀριστ. Ἠθ. 5. 7, 1· ν. φιλία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠθική, αὐτόθι 8. 13, 5. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 8. 7, 2. 2) ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν νόμον, μάχαι Ἐπ. Τίτ. γ΄, 9· τὰ νομικά, ὑποθέσεις τοῦ νόμου, Πλουτ. Κικ. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον νομικόν, ὁ αὐτ. 2. 533Β. ΙΙ. ὁ ἐπιστήμων τῶν νόμων, Ἄλεξις ἐν Γαλατείᾳ 4, Πλάτ. Μίνως 317Ε· νομικός, δικηγόρος, ν. ἄριστος Συλλ. Ἐπιγρ. 2787-8, κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 35, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a l’expérience de la loi, qui connaît la loi, habile jurisconsulte.
Étymologie: νόμος.
English (Strong)
from νόμος; according (or pertaining) to law, i.e. legal (ceremonially); as noun, an expert in the (Mosaic) law: about the law, lawyer.
English (Thayer)
νομικη, νομικόν (νόμος), pertaining to (the) law (Plato, Aristotle, others): μάχαι, ὁ νομικός, one learned in the law, in the N. T. an interpreter and teacher of the Mosaic law (A. V. a lawyer; cf. γραμματεύς, 2): Luke 14:3.
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, -ή, -όν) νόμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.)
2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στους νόμους, που υπάρχει σύμφωνα με τους νόμους, ο συμβατικός, («νομικὸν δίκαιον», Αριστοτ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ο νομικός
επιστήμονας που ασχολείται με την ερμηνεία και την εφαρμογή τών νόμων, νομομαθής, δικηγόρος ή δικαστικός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νομικά
α) τα θέματα που σχετίζονται με τους νόμους και την ερμηνεία τους
β) η νομική επιστήμη
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. α) η νομικός
γυναίκα νομομαθής, δικηγόρος ή δικαστικός
β) η νομική
η επιστήμη που ερευνά τη γένεση και εξέλιξη του δικαίου και ερμηνεύει και συστηματοποιεί τους κανόνες του
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Νομική
η σχολή του πανεπιστημίου στην οποία διδάσκεται η νομική επιστήμη
3. φρ. α) «νομικό πρόσωπο»
i) υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το οποίο δεν έχει φυσική υπόσταση, αλλά αναγνωρίζεται από το δίκαιο
ii) στον πληθ. ένωση προσώπων για επιδίωξη κοινού σκοπού, με κατάλληλη οργάνωση και τήρηση τών από τον νόμο προβλεπόμενων διαδικασιών, η οποία αποκτά έτσι αυτοτελή ικανότητα δικαίου, δηλαδή ανεξαρτητοποιείται πλήρως από τα φυσικά πρόσωπα που τήν συναποτελούν και γίνεται η ίδια ιδιαίτερο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
iii) σύνολο περιουσίας που διατίθεται για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού η οποία αποκτά προσωπικότητα κατά τη διαδικασία που διαγράφεται σύμφωνα με τον νόμο
β) «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΔΔ» — νομικά πρόσωπα που ασκούν κρατική εξουσία και διέπονται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου
γ) «νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΙΔ» — νομικά πρόσωπα που δημιουργούνται με ελεύθερη βούληση ιδιωτών και είναι τα σωματεία ή οι σύλλογοι, οι επιτροπές εράνων, τα ιδρύματα, οι εμπορικές εταιρείες, οι συνεταιρισμοί και οι διάφορες εταιρείες εμπορικοὺ δικαίου
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. α) εκκλησιαστικός αξιωματούχος μονών, επισκοπών κ.λπ.
β) συμβολαιογράφος
2. νόμιμος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νομικοί
αξιωματούχοι της Εκκλησίας οι οποίοι συνέγραφαν και υπέγραφαν τα κείμενα δικαιοπραξιών, δωρεών, ανταλλαγών, συμβιβασμών, διαθηκών κ.ά. πράξεων και τελούσαν υπό την εποπτεία του πρωτονοταρίου
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιουδαϊκό Νόμο
αρχ.
1. δικανικός
2. το αρσ. ως ουσ. α) εξηγητής τών νόμων
β) νομικός σύμβουλος άρχοντος.
επίρρ...
νομικώς και -ά (ΑΜ νομικῶς Μ και νομικά)
κατά τους νόμους, σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι, δικαστικώς
νεοελλ.
από νομική άποψη, από την άποψη του γραπτού νόμου.
Greek Monotonic
νομικός: -ή, -όν (νόμος)·
I. 1. αυτός που βασίζεται στο νόμο, συμβατικός, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
2. σχετικός με τον νόμο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
II. μορφωμένος σε θέματα νόμων, νομικός, δικηγόρος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
νομικός:
1) основанный на законах, юридический, правовой Plat., Arst.;
2) сведущий в законах Plat. etc.