χαλκοῦς
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
ῆ, οῦν, Att. contr. from χάλκεος, q.v. II Subst. χαλκοῦς, ὁ, copper coin used at Athens, 1/8 of an obol, Ar.Ec.815, 818, D.42.22, Alex.15.2, Philem.64,74, Cerc.17.41, Plu.2.665b, etc.: in pl., money, PCair.Zen.519 (iii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1332] ῆ, οῦν, att. zsgzgn aus χάλκεος, w. m. s. – Als subst., ὁ χαλκοῦς, eine Kupfermünze, Ar. Eccl. 815, Dem. u. Folgende, wie Pol. 5, 26, 23 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοῦς: -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ χάλκεος, ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. χαλκοῦς, ὁ, χαλκοῦν νόμισμα ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) ὡσαύτως, βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.
French (Bailly abrégé)
contr. de χάλκεος.
Greek Monolingual
-ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. χάλκειος, -είη, -ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, -ία, -ον, Α
(λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», Σοφ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοῦς
οβελίσκος του βυζαντινού ιπποδρομίου
αρχ.
1. χάλκινη απεικόνιση, χάλκινο άγαλμα (α. «χάλκεον Δία», Ηρόδ.
β. «ταύρῳ χαλκέῳ», Πίνδ.)
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο νόμισμα, ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ χαλκοί
τα χρήματα
5. (το ασυναίρ. ουδ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χάλκεον
ισχυρά, δυνατά
6. φρ. α) «χάλκεος ὕπνος» — ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος (Ομ. Ιλ.)
β) «χάλκεος ἀγών» — αγώνας κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο χάλκινη ασπίδα (Πίνδ.)
γ) «χαλκῆ μυῖα» — είδος παιχνιδιού, η τυφλόμυγα (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -οῦς / -εος / -ειος (πρβλ. σιδηρ-οῦς / σιδήρ-εος / σιδήρ-ειος)].
Greek Monotonic
χαλκοῦς: -ῆ, -οῦν,
I. Αττ. συνηρ. αντί χάλκεος, σε Σοφ. κ.λπ.
II. ως ουσ., χαλκοῦς, ὁ, χάλκινο νόμισμα, το 1/8 του οβολού, λίγο περισσότερο από το δίλεπτο, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοῦς: II ὁ Arph., Dem., Polyb. = χαλκός 4.
3, редко 2 стяж. к χάλκεος.
Middle Liddell
a copper coin, 1/8 an obol, somewhat less than a farthing, Dem., etc.