Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρεσβύτης

From LSJ
Revision as of 00:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβύτης Medium diacritics: πρεσβύτης Low diacritics: πρεσβύτης Capitals: ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Transliteration A: presbýtēs Transliteration B: presbytēs Transliteration C: presvytis Beta Code: presbu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ητος, Dor. -ας, ατος, ἡ,

   A age, seniority, Test.Epict.4.28, 6.29: opp. νεότας, prob. rest. in IG5(1).1427.5 (Messene).
πρεσβ-ύτης [ῡ], ου, ὁ, prose form of

   A πρέσβυς 1, Hp.Aër.10 (pl.), Th.3.67 (pl.), Arist.EN1157b14 (pl.), etc.; the sixth of the seven ages, Hp.Hebd.5; also in Trag. and Com., E.Ph.847, Ar.Eq.525, Nu.358; πατέρα π. Κρόνον A.Eu.641; ἀνὴρ π. Ar.Ach.707, Antipho 4.1.6; ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Pl.R.608c, etc.; of animals, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Arist.HA629b28:—fem. πρεσβῦτις, ιδος, A.Eu.731, 1027, E.Hec.842, Pl.Hp.Ma.286a, Theopomp. Com.78; πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin.3.157; π. ἄνθρωπος Lys.1.15.

German (Pape)

[Seite 699] ὁ (vgl. πρέσβυς), der Alte; Κρόνος, Aesch. Eum. 611; Eur. Phoen. 854; χαῖρ' ὦ πρεσβῦτα παλαιογενές, Ar. Nubb. 359; u. in Prosa: ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος, Plat. Rep. X, 608 c; παῖδές τε ὄντες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται, Legg. III, 687 a, u. öfter; Xen. Conv. 4, 17; Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβύτης: [ῡ], ου, ὁ, ὁ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν χρήσει τύπος τοῦ πρέσβυς Ι, ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Εὐρ. Φοίν. 847, Ἀριστοφ. Ἀχ. 707, Ἱππ. 525, Νεφ. 358· πατέρα πρ. Κρόνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 641· πρ. ἀνὴρ Ἀντιφῶν 125. 39· ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Πλάτ. Πολ. 608C, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 6· ― θηλ. πρεσβῦτις, ιδος, γυνὴ προβεβηκυῖα τὴν ἡλικίαν, ἡλικιωμένη, γραῖα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 731. 1027, Εὐρ. Ἑκ. 842, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286Α· πρεσβῦτις γυνὴ Αἰσχίν. 76. 4· πρ. ἄνθρωπος Λυσ. 93. 7· πρβλ. πρέσβυς. ΙΙ. ἄνθρωπος βλέπων μακράν, ὡς συνήθως οἱ γέροντες, πρεσβῦται, ἀντίθετον τῷ μύωψ. Ἀριστ. Προβλ. 31. 25, 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
ancien, vieux ; ὁ πρεσβύτης, vieillard.
Étymologie: πρέσβυς.

Spanish

anciano

English (Strong)

from the same as πρεσβύτερος; an old man: aged (man), old man.

English (Thayer)

πρεσβύτου, ὁ (πρέσβυς (see πρεσβεύω)), an old Prayer of Manasseh , an aged man: R. V. marginal reading) regard the word as a substitute for πρεσβευτής, ambassador; see Lightfoot s Commentary at the passage; WH's Appendix, at the passage; and add to the examples of the interchange πρεσβευτεροις in Wood, Discoveries at Ephesus, Appendix, Inscriptions from the Great Theatre, p. 24 (Euripides, Xenophon, Plato, others; the Sept. for זָקֵן.)

Greek Monolingual

(I)
ο, θηλ. πρεσβύτις, -ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ
γέρος, γριά
αρχ.
1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά
2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι γέροντες, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -της / -τις πιθ. κατά το πολίτης.
(II)
ο, Ν
ζωολ. γένος δενδρόβιων πιθήκων της ΝΑ Ασίας.
(III)
-ητος, και δωρ. τ. πρεσβύτας, -ατος, ή, Α πρέσβυς
η πρεσβυτική ηλικία, τα γηρατειά.

Greek Monotonic

πρεσβύτης: [ῡ], -ου, ὁ, = πρέσβυς I, σε Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. πρεσβύτις, -ιδος, ηλικιωμένη γυναίκα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβύτης: ου (ῡ) adj. m
1) древний (Κρόνος Aesch.);
2) старый (λέων Arst.).
ου ὁ
1) старик, старец (παῖδες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται Plat.);
2) страдающий пресбиопией (возрастной дальнозоркостью) (ὁ μύωψ καὶ ὁ π. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβύτης -ου, ὁ [πρέσβυς] oude man:; ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος de tijd van kind tot oude man Plat. Resp. 608c; met een ander subst. oud:. ἔδησε πατέρα πρεσβύτην hij sloeg zijn oude vader in de boeien Aeschl. Eum. 641.

Middle Liddell

πρεσβύ¯της, ου, ὁ, = πρέσβυς I, Aesch., etc.]