Περσεφόνη
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ἡ, Ep. Περσεφόνεια Il. and Od., the common form first in h.Cer.56, Hes.Th.913; Φερσεφόνη, Simon.124 B. Pi.O.14.21, BMus.Inscr.942 (iii B. C.), etc.; Φερσεφονείη, CIG4588; Περσέφασσα, A.Ch.490, etc.; Φερσέφασσα, S.Ant.894, E.Hel.175 (lyr.); Φερσέφαττα, Ar.Th.287, Ra.671; Φερρέφαττα, Pl.Cra.404c, IG22.1437.58, Epicr.9 :—Persephone, Il.9.569, Hes. l.c., etc.:—hence Φερρεφάττιον or περπερ-εῖον, τό, D.54.8, AB314; cf. Κόρα.
Greek (Liddell-Scott)
Περσεφόνη: ἡ, Ἐπικ. Περσεφόνεια Ἰλ. καὶ Ὀδ., ὁ δὲ κοινὸς τύπος πρῶτον ἀναφαίνεται ἐν Ὕμνῳ Ὁμ. εἰς Δήμ. 56, Ἡσ. Θεογν. 913, (πρβλ. Πηνελόπη, -όπεια). ὡσαύτως Φερσεφόνη, Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ο. 14, 30, Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 538, 800b, κτλ.· Φερσεφονείη, Συλλ. Ἐπιγρ. 4588· ― Περσέφασσα, Αἰσχύλ. Χο. 490, Σοφ., κλ. Φερσέφασσα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 894, Εὐρ. Ἑλ. 175· Φερσέφαττα Ἀριστοφ. Θεσμ. 287, Βάτρ. 671· Φερρέφαττα Πλάτ. Κρατ. 404C, πρβλ. Meineke εἰς Ἐπικράτην ἐν «Χορῷ» 1· ― ἡ θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δήμητρος, Ἰλ. Ξ. 326, Ἡσ. Θ. 912· ― (ἀλλὰ τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ρέας κατὰ τὸν Ὁμηρικ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 60)· ὁ Ἅιδης (Πλούτων) ἀπήγαγεν αὐτήν, καὶ ὡς σύζυγος αὐτοῦ αὕτη ἐβασίλευεν ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, ἴδε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ.: ― ὁ ναὸς αὐτῆς ἐκαλεῖτο Φερρεφάττιον, τό, Δημ. 1259. 5· -εῖον, Α. Β. 314. Πρβλ. Κόρα. Ἡ ταύτοτης αὐτῆς μετὰ τῆς παρὰ Λατ. Proserpina εἶναι ἀμφίβολος, ἴδε Corssen Lat. Spr. 1. 243.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Perséphonè (lat. Proserpina) fille de Zeus et de Déméter, femme d’Hadès.
Étymologie: φέρω, φόνος.
Greek Monolingual
και Περσεφόνεια και Πηριφόνα και Πηρεφόνεια και Φερσεφόνη και Φερσεφονείη και Περσέφασσα και Φερσέφασσα και Φερσέφαττα και Φερρέφαττα, η, ΝΜΑ
μυθ. κόρη του Διός και της Δήμητρος, θεά του Κάτω Κόσμου, βλαστητική θεότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ανθρωπωνύμιο παρουσιάζει τη μορφή συνθέτου με πολλές μορφικές ποικιλίες, από τις οποίες είναι δύσκολο να εξακριβωθεί ποια είναι η αρχική. Αν υποτεθεί ότι αρχική μορφή του α' συνθετικού είναι η Φερσε-, τότε ο τ. Περσε- έχει προέλθει με ανομοίωση τών δασέων (Φερσεφόνη > Περσεφόνη), οι τ. Πήρε- και Φερρε- με φωνητικές τροποποιήσεις που οφείλονται στο συμφωνικό σύμπλεγμα -ρσ-, ενώ ο τ. Πηρι- αναλογικά προς τα ανθρωπωνύμια σε Ἀρχι-, Κατ' άλλους, αρχική μορφή του α' συνθετικού θεωρείται η Περσε-, ενώ η Φερσε- έχει προέλθει με τροπή του ψιλού Π- σε δασύ Φ- αφομοιωτικά προς το -φ- που ακολουθεί. Ίδια σύγχυση επικρατεί και για το β' συνθετικό της λ., όπου ο τ. -φᾰσσα / -φᾰττα θα προϋπέθετε τη συνεσταλμένη βαθμίδα του -φόνη με επίθημα -t-yă (-n-t-yә2). H αναγωγή του β' συνθετικού -φόνη στο προσηγορικό φόνος και στο ρ. θείνω «χτυπώ» φαίνεται μάλλον απίθανη, αφού κατά την παράδοση η Περσεφόνη δεν ήταν φόνισσα. Πιθανότερη φαίνεται η άποψη που ανάγει το α' συνθετικό σε αμάρτυρο ουδ. φέρος (< φέρω) και το β' συνθετικό στη ρίζα ghwen- «αφθονία, πλούτος» (πρβλ. ευθενώ), οπότε το όνομα Περσεφόνη δήλωνε τη θεά που προσφέρει αφθονία, πλούτο. Η τελευταία μάλιστα άποψη συμφωνεί με τις παραδόσεις που αναφέρονται στην Περσεφόνη και στη Δήμητρα. Πιθανότερη ωστόσο όλων τών προηγουμένων είναι η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ. από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].
Greek Monotonic
Περσεφόνη: ἡ, Επικ. Περσεφόνεια, επίσης Φερσεφόνη, Περσέφασσα, Φερσέφασσα, Φερσέφαττα· η Περσεφόνη, Λατ. Proserpina, κόρη του Δία και της Δήμητρας, σε Ομήρ. Ιλ.· ο Άδης (Πλούτων) την απήγαγε και ως σύζυγός του συνέχισε να βασιλεύει στον Κάτω Κόσμο, βλ. Ομήρ. Ύμν., σε Δημ.· ο ναός της καλείται Φερρεφάτιον, τό, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
Περσεφόνη: ἡ Персефона (дочь Зевса и Деметры, супруга Гадеса-Плутона, владычица подземного царства, ее эпитеты: περικαλλής Hom. «прекрасная», ἀγαυή Hom., HH, Hes., Trag. etc. «славная», ἐπαινή Hom. «страшная»).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: Spouse of Hades (Pluto), queen of the underworld; as a daughter of Demeter, identified as Κόρη (Ion. since h. Cer. and Hes.)
Other forms: -φόνεια (Il. a. Od.). Several byforms: Φερσε-φόνα (Simon., Pi., Thess.), -φόνεια (H.), Πηριφόνα (Locr.), Πηρεφόνεια (Lac. after H.); with diff. ending: Περσέ-φασσα (A.), Φερσέ-φασσα (S., E.), Φερρέ-φαττα (Pl., Ar., Att. inscr.) a.o. (P.-W. 19, 945ff., Kretschmer Glotta 24, 236) with the sanctuary Φερ(ρ)εφάττ-ιον n. (D., AB).
Derivatives: From it the plantname Περσεφόνιον, Φερ- (Ps.-Dsc.), s. Strömberg Pfl. 100 w. lit.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As common basis of the "1. member" one may posit Φερσε-; from there through breath-dissimilation, comp.lengthening etc. the diff. forms; Πηρι- after Ἀρχι- a.o. (cf. Schwyzer 281 a. 444). Orig. Περσε- is however quite as well possible; then Φερσε- through assimilation to -φασσα. For -φόνεια beside -φόνη cf. Πηνελόπεια beside -η; -φασσα, -φαττα from *-φατ-ι̯α can have had an orig. nasal (-n̥-t-i̯ǝ), through which -φασσα would come closer to -φόνη (and -φόν-της). -- Without convincing etymology. The "2. member" is often connected with φόνος murder, θείνω kill (Eust. on κ 491, Fick-Bechtel PN 465, Kretschmer Glotta 24, 236 f.) by diff. interpretation of the 1. member. After Ehrlich KZ 39, 560 ff. however "the one rich in produce", from a noun *φέρος and IE *gʷhen- swell, to be full of (which one supposes a. o. in εὑθενέω [s. v.]); in spite of the agreement of Fraenkel Lexis 3, 61 ff. and Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 28 ff. (with lit.) not to be recommended. Pelasgian hypothesis, partly following Ehrlich, by v. Windekens Beitr. z. Namenforsch. 8, 168 ff. -- As long as no better explanations from IE are put forward, the word must be considered Pre-Greek; thus a.o. v. Wilamowitz Glaube 1, 108f. w. n. 3, Nilsson Gr. Rel. 1, 474.
Middle Liddell
Περσεφόνη, ἡ,
Persephone, Proserpine, daughter of Zeus and Demeter, Il.: Hades carried her off, and as his consort she continued to reign in the lower world, see Hhymn. Cer.:— her temple is called Φερρεφάττιον, ου, τό, Dem.