ἐντόπιος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ον,
A local, θεοὶ ἐντόπιοι = ἐγχώριοι, Pl.Phdr.262d; νόμισμα, πλοιάρια, Peripl.M.Rubr.49,36; πόλεμοι ἐντόπιοι civil wars, D.H.8.83; ἡ ἐ. ἱστορία D.L.7.35; ἐντόπιοι local residents, opp. ξένοι, IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.); opp. Ἀλεξανδρεῖς, PLond.2.192.94 (i A. D.). 2 Medic., local, βάρος Antyll. ap. Aët.9.40.
German (Pape)
[Seite 857] an Ort u. Stelle, einheimisch; θεοὶ ἐντόπιοι, dii indigetes, Plat. Phaedr. 262 d; πόλεμοι, einheimische, Bürgerkriege, D. Hal. 8, 83 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντόπιος: -ον, ὡς καὶ νῦν, θεοὶ ἐντόπιοι = ἐγχώριοι, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D· πόλεμοι ἐντόπιοι, ἐμφύλιοι, Διον. Ἁλ. 8. 83· ἡ ἐντόπιος ἱστορία Διογ. Λ. 7. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
local, du pays.
Étymologie: ἐν, τόπος.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α SEG 45.1941 (Palestina I/II d.C.)]
1 de pers. originario del país o la región, indígena op. Ἀλεξανδρεύς PLond.192.94 (I d.C.), cf. PThmouis 1.91.3 (II d.C.), ἀνὴρ ἔμπειρος καὶ ἐ. un hombre familiarizado con la región y originario de ella Str.13.1.45
•subst. οἱ ἐντόπιοι los lugareños, las gentes del lugar οἱ Κυναμολγοί, ὑπὸ δὲ τῶν ἐντοπίων Ἄγριοι καλούμενοι Str.16.4.10, ἡμεῖς τε καὶ οἱ ἐντόπιοι Act.Ap.21.12, cf. Hierocl.Facet.210, Callinic.Mon.V.Hyp.9.7, θεὶς δὲ τὸ ἔλαιον ... πάσῃ ἡλικίᾳ καὶ τύχῃ ἐντοπίων τε καὶ ξένων IStratonikeia 247.19 (II/III d.C.)
•que vive o ejerce su actividad en el lugar ἱππεῖς SEG 41.1669.1 (Egipto I a.C.), ἄρχοντες ἐντόπιοι op. ἄρχοντες Ἀλεξανδρίας PYale 137.15 (III d.C.).
2 propio o característico del lugar, del país, local de productos agrícolas y anim. δόντα θηριομαχίας διὰ παντοίων ζῴων, ἐντοπίων καὶ ξενικῶν IBeroeae 117.16 (I d.C.), ἐλαῖαι Str.16.4.18, οἶνος ἐ. vino de producción local op. Ὀασιτικός POxy.3425.3 (IV d.C.), cf. OAshm.Shelton 138 (biz.)
•de usos, costumbres, etc. θεοί ἐντόπιοι Pl.Phdr.262d, πλοιάρια ῥαπτὰ ἐντόπια Peripl.M.Rubri 36, ἱματισμὸς Peripl.M.Rubri 36, νόμισμα Peripl.M.Rubri 49, λίτρα SEG l.c., (Ζήνων) Ῥόδιος, τὴν ἐντόπιον γεγραφὼς ἱστορίαν Zenón de Rodas, autor de una historia local D.L.7.35.
3 interno, interior πόλεμος op. ἀλλοδαπός ‘externo’, D.H.8.83
•medic. localizado en algún órgano o parte del cuerpo, local εἰ ἐν τοῖς παχέσιν ἐντέροις εἴη ἡ ἕλκωσις ... προηγεῖται ... βάρος ἐντόπιον Antyll. en Aët.9.40, τῆς ὑστέρας ... ἀναδεδεγμένης διὰ ψύξιν ἐντόπιον Paul.Aeg.3.61.1, cf. Archig. en Aët.11.4, Philagr.94, φλεγμονὴ ἐ. γινομένη Orib.Ec.56.1.
English (Strong)
from ἐν and τόπος; a resident: of that place.
English (Thayer)
ἐντοπιον (τόπος), a dweller in a place; a resident or native of a place: Sophocles (?), Plato, others.)
Greek Monolingual
-α, -ο και ντόπιος, -α, -ο (AM ἐντόπιος, -ία, -ον και ἐντόπιος, -ον, Μ και ντόπιος, -α, -ο)
1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ' έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.)
2. ως ουσ. ο εντόπιος
αυτόχθονος, εγχώριος, ιθαγενής, ντόπιος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ἐντόπιον
ιθαγένεια
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' έναν τόπο, τοπικός
2. εμφύλιος («τῶν ἐντοπίων πολέμων», Δίον. Αλ.)
3. ιατρ. ο περιορισμένος σ' ένα μέρος του σώματος.
επίρρ...
ἐντοπίως
εγχωρίως, ιθαγενώς, τοπικώς, επιτοπίως.
Russian (Dvoretsky)
ἐντόπιος:
1) местный, туземный (θεοί Plat.);
2) отечественный (ἱστορία Diog. L.).