σύμφωνος

Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

English (LSJ)

ον,

   A agreeing in sound, harmonious, Ar.Av.221 (anap.), 659 (anap.); Χορδαί h.Merc. 51; μέλος S.Ichn.319; echoing to cries, Id.OT421; of a musical accompanist, AP9.584.    2 as musical term, in concord or unison with, Pl.Ti.80a, Lg.812d; σ. φθόγγοι Thphr.Fr.89.7; distd. from ἀντίφωνος and ὁμόφωνος, Arist.Pr.918b30, 921a7; distd. (as epith. of fifths, fourths, etc.) from ὁμόφωνος (of octaves, double octaves, etc.) and ἐμμελής (of smaller intervals), Ptol.Harm.1.7; τὸ σ., = συμφωνία, Pl.Phlb.56a.    3 τὰ σ. consonants, D.T.631.12, A.D. Pron.11.2, al., Heph.1.1, etc.    4 having the same speech, Philostr. VA5.36.    II metaph., harmonious, in harmony or proportion, τίνες σ. ἀριθμοί, καὶ τίνες οὔ Pl.R.531c; σ. φοραί Arist. de An.406b31; ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Pl.La.188d; of a person, σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8; τὸ σ. harmonious order, Arist.Mu.396b8.    2 harmonious, agreeing, friendly, ἡσυχία Pi.P.1.70; δεξιώματα S.OC619; σ. τινί in harmony or agreement with, σ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.R.380c; σύμφωνα οἷς ἔλεγες Id.Grg.457e; σ. τῷ ὀνόματι Id.Cra.395e, cf. 436c, Gal.16.790 (Comp.); ἡδοναὶ . . σ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις Pl.Lg.696c, cf. Thphr.CP6.11.14; esp. concordant, of theory with observed fact, Id.Ign.61; σ. τοῖς φαινομένοις Epicur. Ep.2p.52U.,Nat.11.10 (Comp.), al. (and so Adv., -νως τοῖς φ. Id.Ep.2p.36U.); rarely with πρός, as πρὸς ἀρετήν, Pl.Ep.332d; σταθμοῖς καὶ μέτροις συμφώνοις ποτὶ τὰ δαμόσια IG5(1).1390.100 (Andania, i B.C.): c. gen., ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα Pl.Phlb.11b; ἐγένετο πᾶσι σύμφωνον περί τινος they were agreed, Plb.23.4.8; σ. ἐστί τινι πρός τινα Id.6.36.5: rarely of persons, σ. γενέσθαι περι τινων Id.18.9.5; σ. εἶναί τισι Id.30.8.7; of planets, in harmony, Vett. Val.37.25. Adv. -νως Pl.Epin.974c, D.S.15.18, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555, 58.86; τινι D.S.1.98, cf. LXX 4 Ma.14.6; σ. ἔχειν τινί Ptol.Geog.1.17.2.    3 Pass., agreed upon, σ. ὅροι D.S.5.6; σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῖς πόλεσιν ὑπὲρ τῆς πανηγύρεως OGI444.1 (Ilium, i B.C.); ἐκ συμφώνου BGU917.8 (iv A.D.), Cod.Just.8.10.12; κατὰ τὸ γεγονὸς σύμφωνον πρὸς Διογένην TAM2.119 (Lycia).    III σύμφωνος, ἡ, = συμφωνιακή 11, Aret.CD2.5; name of a cough-mixture used by Antonius Musa, Gal.13.61.

German (Pape)

[Seite 994] zusammentönend, -klingend, χορδαί, H. h. Merc. 51; gew. übertr., übereinstimmend, einträchtig, einig, δᾶμον τράποι σύμφωνον ἐφ' ἁσυχίαν, Pind. P. 1, 70; Soph. O. R. 421 O. C. 625; τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα, Plat. Lach. 188 d; Legg. III, 696 c; καὶ ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα, Phil. 11 b, u. öfter, auch adv., συμφώνως διὰ λόγων πάντων, Epin. 974 c; συμφώνους γενέσθαι περὶ τῶν ἀντιλεγομένων, Pol. 17, 9, 5; vgl. noch ὁμολογούμενον καὶ σύμφωνον ἑαυτὸν κατασκευάσας κατὰ τὸν βίον, 32, 11, 8; das neutr. = συμφωνία, σύμφωνόν ἐστι τούτοις πρὸς ἐκείνους, 6, 36, 5, vgl. 24, 4, 8; ὅροι, D. Sic. 5, 6. – In der Musik sind τὰ σύμφωνα die Consonanzen. S. συμφωνία.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφωνος: -ον, ὁ συμφωνῶν ὡς πρὸς τὸν ἦχον, ἁρμονικός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 221, 659· χορδαὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51˙ καθόλου, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς θρήνους καὶ τὰς κραυγάς, Σοφ. Ο. Τ. 421˙ ― ἐπὶ μουσικοῦ ἢ μουσουργοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 584. 2) ὡς μουσικὸς ὅρος, ὁ ὢν ἐν συμφωνίᾳ, ἐν ὁμοφωνίᾳ πρός τινα, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, Πλάτ. Τίμ. 80Α, Νόμ. 812D· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὁμόφωνος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 16, καὶ 39˙ τὸ σύμφωνον = συμφωνία, Πλάτ. Φίληβ. 56Α. 3) τὰ σύμφωνα, ὡς καὶ νῦν, Γραμματ., πρβλ. ἄφωνος 2. ΙΙ. μεταφορ., ἁρμονικός, ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ἀναλογίᾳ πρός τινα, τίνες ξ. ἀριθμοί, καί τίνες οὒ Πλάτ. Πολ. 531C· σ. φοραὶ Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 11˙ ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐπὶ προσώπου, σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Πολύβ. 32. 11, 8˙ ― τὸ σύμφωνον, ἁρμονικὴ τάξις, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 5, 4. 2) ἁρμονικός, σύμφωνος, φιλικός, ἡσυχία Πινδ. Π. 1. 136˙ δεξιώματα Σοφ. Ο. Κ. 619˙ σ. τινι, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ πρός τινα, ξ. αὐτὰ αὑτοῖς Πλάτ. Πολ. 380C· ξύμφωνα οἷς ἔλεγες ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 457C· ξ. τῷ ὀνόματι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 395Ε, πρβλ. 436C· ἡδοναί... ξ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 696C, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 13˙ σπανίως πρός τινα, οἷον ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 332D· ― μετὰ γεν., ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου ξύμφωνα Πλάτ. Φίληβ. 11Β, πρβλ. Διόδ. 1. 98˙ ― σύμφωνόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι σύμφωνον πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, λογικόν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 3˙ σ. ἐγένετό τισι, συνεφώνησαν, περί τινος Πολύβ. 24. 4, 8˙ σ. ἐστί τινι πρός τινα, ὁ αὐτ. 6. 36, 5˙ ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, σ. γενέσθαι περί τινος ὁ αὐτ. 17. 9, 5˙ σ. εἶναί τινι ὁ αὐτ. 30. 8, 7. ― Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Ἐπιν. 974C, Διόδ. 15. 18˙ τινὶ ὁ αὐτ. 1. 98˙ σ. ἔχειν τινὶ Πτολ. 3) Παθητ., ὁ ἐφ’ οὗ συνεφώνησέ τις, σ. ὅροι Διόδ. 5. 6 (ἀλλ’ ἴδε Wessel.)˙ ― τὸ σύμφωνον, συμφωνία, συμβόλαιον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 19, 27. ΙΙΙ. σύμφωνος, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. συμφωνιακός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui résonne ensemble ; qui fait écho à, qui redit ; t. de gramm. τὰ σύμφωνα (γράμματα) les consonnes;
II. fig. qui est d’accord :
1 qui est du même avis, uni de sentiments;
2 qui s’accorde avec ; réglé, mesuré, proportionnel, harmonieux.
Étymologie: σύν, φωνή.

English (Slater)

σύμφωνος, -ον
   1 harmonious σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν (P. 1.70)

English (Strong)

from σύν and φωνή; sounding together (alike), i.e. (figuratively) accordant (neuter as noun, agreement): consent.

English (Thayer)

σύμφωνον (σύν and φωνή), from (Homer h. Merc. 51; Sophocles), Plato, Aristotle down, harmonious, accordant, agreeing; τό σύμφωνον, thing agreed upon, compact (Epictetus diss. 1,19, 27): ἐκ συμφώνου, by mutual consent, by agreement, Winer s Grammar, 303 (285); Buttmann, § 139,20.)

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφωνος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α
1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός
2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.)
3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλον, ομόφωνος («μείναμε σύμφωνοι ως προς την τιμή»)
4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφωνο
α) συμφωνία, σύμβαση («σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῑς πόλεσιν ὑπὲρ τῆς πανηγύρεως», πάπ.)
β) το έγγραφο της σύμβασης («υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας»)
γ) γραμμ. καθένα από τις δύο βασικές κατηγορίες φθόγγων-ήχων που έχουν οι ανθρώπινες γλώσσες και οι οποίοι παράγονται, αφού δημιουργηθεί στη φωνητική δίοδο ολικός ή μερικός φραγμός που παρεμποδίζει την ελεύθερη διέλευση του εκπνεόμενου αέρα
νεοελλ.
φρ. α) «σύμφωνο φως»
φυσ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένη σχέση ανάμεσα στα φωτεινά κύματα από τα οποία αποτελείται μια δέσμη φωτός, σχέση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι όμιλοι φωτεινών κυμάτων βρίσκονται εν φάσει, δηλαδή πάλλονται από κοινού
β) «παλμικά σύμφωνα»
γλωσσ. βλ. παλμικός
γ) «οδοντικά σύμφωνα»
γλωσσ. βλ. οδοντικός
δ) «δασέα σύμφωνα»
(στην αρχ. ελλ.) γλωσσ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα φ, χ, θ, η εκφώνηση τών οποίων συνοδεύεται από δασύ πνεύμα, δηλαδή από συνεκβολή ποσότητας αέρα
ε) «διαρκή σύμφωνα»
γλωσσ. (στη νεοελλ.) οι συμφωνικοί φθόγγοι φ, θ, χ, β, δ, γ, σ, ζ, μ, ν, λ, ρ, που κατά την παραγωγή τους απαιτείται όχι τέλειος φραγμός αλλά στενό και τών οποίων η διάρκεια εκφώνησης μπορεί να παραταθεί ωσότου εξαντληθεί ο εκπνεόμενος αέρας
στ) «σύμφωνα αρμονικά διαστήματα»
μουσ. τα αρμονικά διαστήματα που ηχούν στο αφτί με έναν τρόπο ευχάριστο, λόγω του ότι ο οξύτερος φθόγγος ενός τέτοιου διαστήματος εμπεριέχεται ήδη στους παράγωγους αρμονικούς του χαμηλότερου
αρχ.
1. αυτός που από τη φύση αρμόζει σε κάποιον ή σε κάτι («ξύμφωνος γήραϊ αἱμορραγίη», Αρετ.)
2. αποδεκτός, παραδεκτός
3. φιλικός
4. αυτός που έχει την ίδια προφορά με κάποιον άλλον
5. είδος φαρμάκου για την ανακούφιση από τον βήχα
6. το θηλ. ως ουσ. σύμφωνος
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος
7. το ουδ. ως ουσ. α) μουσ. αρμονία
β) αρμονική τάξη
8. φρ. α) «σύμφωνον γίγνεταί τισι περί τινος» — συμφωνούν κάποιοι για κάτι
β) «σύμφωνόν ἐστι τινι πρός τινα» — συμφωνεί κάποιος με κάποιον άλλον (Πολ.).
επίρρ...
συμφώνως ΝΜΑ, και σύμφωνα Ν
σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάτι (α. «σύμφωνα με τα λεγόμενά του» β. «συμφώνως τοῑς φαινομένοις», Επίκ.)
αρχ.
μουσ. με μία φωνή, ομοφώνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. παρά-φωνος].

Greek Monotonic

σύμφωνος: -ον (φωνή),
1. αυτός που συνηχεί, που βρίσκεται σε ηχητική αρμονία, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· γενικά, αυτός που αντηχεί στις κραυγές, αντίλαλος, σε Σοφ.
2. μεταφ., αρμονικός, φιλικός, αυτός που συμφωνεί με κάποιον, συναινετικός, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφωνος -ον, Att. ook ξύμφωνος [σύν, φωνή] klinkend of zingend samen met, met dat..; Aristoph. Av. 659; uitbr. van een berg meeklinkend, weergalmend; Soph. OT 421; uitbr. harmonieus, in harmonie; subst. τὸ σύμφωνον harmonie. Plat. Phlb. 56a. overdr. harmonieus, overeenstemmend, eensgezind; met dat. met iets:; σύμφωνα οἷς ἔλεγες overeenstemmend met wat je zei Plat. Grg. 457e; βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα een leven waarin woorden overeenstemmen met daden Plat. Lach. 188d; ook met gen.:; ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα wat met dat soort zaken overeenstemt Plat. Phlb. 11b; met πρός + acc. Plat. Epist. 332d; ἐκ συμφώνου met wederzijdse instemming NT 1 Cor. 7.5

Russian (Dvoretsky)

σύμφωνος:
1) созвучный, стройно звучащий (χορδαί HH);
2) звучащий в ответ, откликающийся: τῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. гавань, отзывающаяся эхом на крик;
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный (ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.);
4) согласующийся, соответствующий: βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. жизнь, в которой слова соответствуют делам;
5) согласный, дружный, единодушный (δεξιώματα Soph.);
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный (ὅροι Diod.);
7) последовательный: ὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. если он (т. е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно.

Middle Liddell

σύμ-φωνος, ον, φωνή
1. agreeing in sound, in unison, Hhymn., Ar.: generally, echoing to cries, Soph.
2. metaph. harmonious, friendly, Pind., Soph.; ς. τινι in harmony or agreement with, Plat.