εφάπτομαι

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω)
μέσ.
1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.)
2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη
νεοελλ.
(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η εφαπτομένη
μαθημ. ευθεία γραμμή που έχει ένα μόνο κοινό σημείο με κάποια καμπύλη και ιδιαίτερα με την περιφέρεια του κύκλου
μσν.
ενεργ. ανάβω
μσν.-αρχ.
μέσ.
1. τρώω
2. μτφ. βάζω στο χέρι, αρπάζω κάτι με τη βία («ἐφάπτεται τῆς ἀρχῆς», Ευσ.)
3. ξεκινώ, βάζω ως σκοπό μου, αναλαμβάνω κάτι, ασχολούμαι με κάτιστέφος περιθέμενος κρατόρων αὐτανάκτων ἐφήπτετο τῶν τῆς ἀρχῆς πραγμάτων αὐθεκάστως», Κ. Μανασσ.)
4. πλησιάζω («μὴ γήρως ἐφαψάμενος», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
Ι. ενεργ. ἐφάπτω
1. δένω κάτι πάνω σε κάτι, συνδέω, συνάπτω
2. επικρεμώ, επιβάλλω ως καταδίκη («πότμον ἐφάψαις ὀρφανόν», Πίνδ.)
3. φυλάω, τηρώ, υπακούω («τί δ'... ἐγώ λύουσα' ἄν ἤ 'φάπτουσα προσθείμην πλέον» — τί ωφέλεια θα προέκυπτε αν εγώ παρέβαινα ή φύλαγα [τη διαταγή του Κρέοντος], Σοφ.)
4. προξενώ, γίνομαι αιτία για κάτι («ἔγνω... τοὔργον κατ' ὀργὴν ὡς ἐφάψειεν τόδε» — κατάλαβε ότι με την οργή του έγινε αιτία του χαμού της, Σοφ.)
II. μέσ.
1. πιάνομαι από κάτι («ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο», Ομ. Οδ.)
2. θεραπεύω
3. φθάνωἐπεί γε τοῦδ' ἐφάπτομαι τόπου», Ευρ.)
4. αξιώνω κάτι ως ιδιοκτησία μου
5. εξετάζω κάτι με τη σκέψη μου, φθάνω σε κάτι με το μυαλό μου («ἅτε τοῦ ἀληθοῡς ἐφαπτομένῳ», Πλατ.)
6. κατέχω θέση, βρίσκομαι σε θέση («εἴδεος ἐπαμμένος» — κατέχοντας μια σίγουρη θέση ομορφιάς, Ηρόδ.)
7. ακολουθώ, έρχομαι κατόπιν
8. σχετίζομαι με κάποιον («ἐφαπτόμενα ταύτης τῆς ἕξεως», Πλατ.)
III. παθ.
1. είμαι αναμμένος, κοκκινίζω
2. (γ' εν. πρόσ. παρακμ. και υπερσ.) ἐφῆπται, ἐφῆπτο
επικρέμαται, επίκειται, είναι πεπρωμένο («ἔρις καὶ νεῑκος ἐφῆπται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπτομαι «εγγίζω»].