вместе
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Russian > Greek
ὁμοῦ ;; μετά ;; συμφιλέω ;; σύν ;; ξύν ;; συνεκφωτίζω ;; ὁμαρτῆ ;; ὁμαρτῇ ;; ὑμάρτη ;; ἄμυδις ;; συνοράω ;; συναπεχθάνομαι ;; συνδιαμνημονεύω ;; συνεισελαύνω ;; συνεισέρχομαι ;; συνεισπλέω ;; συμπαρατρέφω ;; συμπορίζω ;; συνεκλεκτός ;; συνεπιτελέω ;; συνεπεύχομαι ;; συνεπευθύνω ;; συνευρίσκω ;; συμμισέω ;; συναιτιάομαι ;; συνεξαπατάω ;; συνηπεροπεύω ;; συμπεριτειχίζω ;; συνεπικουρέω ;; συμπεριτρέπω ;; συνεπιστρατεύω ;; συναπορρήγνυμι ;; συμπεριφθείρομαι ;; συμπαρασκευάζω ;; συνεξανίστημι ;; συναίρω ;; συναείρω ;; συμπέμπω ;; συναποστέλλω ;; συνεφάπτομαι ;; συνεπάπτομαι ;; συνέρπω ;; συνδιαπέτομαι ;; συνεξανθέω ;; συγκατακαίω ;; συγκατακάω ;; συνδιανεύω ;; συνεξανύτω ;; συσσῴζω ;; συντλάω ;; συνεπικοσμέω ;; συναποθνῄσκω ;; συνεπιταχύνω ;; συνάπειμι ;; συναισθάνομαι ;; συντελέω ;; παραδαρθάνω ;; σύναμα ;; συνάμα ;; συνεσκευασμένως ;; ξυνά ;; συνεπιχειρέω ;; συγκαίω ;; συγκάω ;; συμπαίω ;; σύνοιδα ;; συσπουδάζω ;; συνυποκρίνομαι ;; μίγδα ;; ὁμοθυμαδόν ;; συμπέτομαι ;; παρακλίνω ;; παρκλίνω ;; ὁμῶς ;; ὁμαλῶς ;; συγκαθέζομαι ;; πάρεδρος ;; κοινῶς ;; σύμμιγα ;; κοινά ;; κοινῇ ;; ἴκταρ ;; συνεπιτίθημι