вместе
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Russian > Greek
ὁμοῦ, μετά, συμφιλέω, σύν, ξύν, συνεκφωτίζω, ὁμαρτῆ, ὁμαρτῇ, ὑμάρτη, ἄμυδις, συνοράω, συναπεχθάνομαι, συνδιαμνημονεύω, συνεισελαύνω, συνεισέρχομαι, συνεισπλέω, συμπαρατρέφω, συμπορίζω, συνεκλεκτός, συνεπιτελέω, συνεπεύχομαι, συνεπευθύνω, συνευρίσκω, συμμισέω, συναιτιάομαι, συνεξαπατάω, συνηπεροπεύω, συμπεριτειχίζω, συνεπικουρέω, συμπεριτρέπω, συνεπιστρατεύω, συναπορρήγνυμι, συμπεριφθείρομαι, συμπαρασκευάζω, συνεξανίστημι, συναίρω, συναείρω, συμπέμπω, συναποστέλλω, συνεφάπτομαι, συνεπάπτομαι, συνέρπω, συνδιαπέτομαι, συνεξανθέω, συγκατακαίω, συγκατακάω, συνδιανεύω, συνεξανύτω, συσσῴζω, συντλάω, συνεπικοσμέω, συναποθνῄσκω, συνεπιταχύνω, συνάπειμι, συναισθάνομαι, συντελέω, παραδαρθάνω, σύναμα, συνάμα, συνεσκευασμένως, ξυνά, συνεπιχειρέω, συγκαίω, συγκάω, συμπαίω, σύνοιδα, συσπουδάζω, συνυποκρίνομαι, μίγδα, ὁμοθυμαδόν, συμπέτομαι, παρακλίνω, παρκλίνω, ὁμῶς, ὁμαλῶς, συγκαθέζομαι, πάρεδρος, κοινῶς, σύμμιγα, κοινά, κοινῇ, ἴκταρ, συνεπιτίθημι