πολύτροπος

From LSJ
Revision as of 22:53, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτροπος Medium diacritics: πολύτροπος Low diacritics: πολύτροπος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: polýtropos Transliteration B: polytropos Transliteration C: polytropos Beta Code: polu/tropos

English (LSJ)

ον, (τρέπω)

   A much-turned, i.e. much-travelled, much-wandering, epith. of Odysseus, Od.1.1, 10.330.    II turning many ways: metaph., shifty, versatile, wily, of Hermes, h.Merc.13,439; τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Pl.Plt.291b; and in this sense Plato took the word as applied to Odysseus, Hp.Mi.364e (Sup.), al.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Th.3.83; τὸ π., of Alcibiades, Plu.Alc. 24.    2 fickle, ὅμιλος Ps.-Phoc.95.    3 of diseases, changeful, complicated, Plu.Num.22; also πόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος Id.Mar.33; στρατεία Eun.Hist. p.223D.    III various, manifold, ξυμφοραί Th.2.44; ἐπιθυμίαι, ἐθισμοὶ τῶν λέξεων, Epicur.Fr.471, Nat.28.1 (p.7V.); κακά Ph.2.567; ἔθνη Plu.Marc.12; τύχαι Id.Alc.2; ὄργια Lyr.Alex.Adesp.36.3; τὸ π. Phld.Sign.26. Adv. -πως in many manners, Meno Iatr.20.31, Ph.2.512, Ep.Hebr.1.1, Iamb.Comm.Math.12: Comp., -ωτέρως καὶ ποικιλωτέρως Epicur.Nat.5 G.

German (Pape)

[Seite 675] viel hin- u. hergewendet, viel herumgetrieben, in der Welt herumgeworfen, Beiname des Odysseus, Od. 1, 1. 10, 330, mit dem Nebenbegriffe des daraus sich ergebenden Listig- u. Verschlagenseins, vgl. Voß mythol. Briefe I p. 102 u. Wolf's Anal. 3 p. 145; viel gewandt, listig ist es H. h. Merc. 13. 439; Thuc. 3, 83; ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες, 2, 44; τοῖς ἀσθενέσι καὶ πολυτρόποις θηρίοις, Plat. Polit. 291 b; πολυτροπώτατος, Hipp. min. 364 c; übh. vielfältig, mannichfaltig, wie man es schon bei Thuc. a. a. O. nehmen kann, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτροπος: -ον, (τρέπω) ὁ εἰς πολλὰ μέρη τραπείς, πολυπλάνητος, Λατ. multum jactatus, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως ἐν τῇ Ὀδ., π. χ. Α. 1, Κ. 330· ― ὅτι δὲ αὕτη εἶναισημασία ἐνταῦθα καὶ οὐχὶ ἡ ΙΙ. 2, εἶναι κατάδηλον ἐκ τῆς ἑπομένης ἐπεξηγήσεως ― ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη κτλ. ΙΙ. ὁ στρεφόμενος κατὰ πολλοὺς τρόπους ἢ κατὰ πολλὰς διευθύνσεις, ἐπὶ τοῦ πολύποδος, Θέογν 215. 2) μεταφορ., εὔστροφος, πανοῦργος, δόλιος, Λατ. versatus, versatilis, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13. 439· τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Πλάτ. Πολιτικ. 291Β· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ὁ Πλάτων ὅταν ἀναφέρηται εἰς τὸν Ὀδυσσέα, Ἱππ. Ἐλάττ. 364Ε, 365Β, 369Β· τὸ π. τῆς γνώμης, ἡ εὐστροφία τοῦ πνεύματος αὐτῶν, Θουκ. 3. 83· τὸ π., ἐπὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Πλουτ. Ἀλκ. 24· ― ὅμιλος Ψευδο-Φωκυλ. 89. 3) ἐπὶ νόσων, εὐμετάβολος, πολύπλοκος, Πλουτ. Νουμ. ἐν τέλ.· πόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 33. ΙΙΙ. ποικίλος, πολλαπλοῦς, ξυμφοραὶ Θουκ. 2. 44· ἔθνη Πλουτ. Μάρ. κελλ. 12· τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. ― Ἐπίρρ. -πως κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1. ― Κατὰ τὸν Εὐστάθ. εἰς Ὀδυσ. Α, 1, «τὸ πολύτροπον ταὐτόν ἐστι τῷ εὐκίνητον, ποικίλον, πολύτημιν, πολύνουν, ἐπιχειρηματικόν, πολύβουλον, πολύστροφον, οὐκ ἐφ’ ἑνὸς ἑστῶτα..., τρεπόμενον δὲ πολλὰς ὁδοὺς βουλευμάτων, ὡς Ὀδυσσεῖ πρέπει τῷ πολυμηχάνω, τῷ παντοίοις δόλοις κεκοσμημένῳ... πολύφρων ὡς ποιητὴς μετ’ ὀλίγα ἐρεῖ, καὶ ὡς Εὐριπίδης ἂν εἴποι, ποικιλόφρων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se tourne en beaucoup de sens ; qui erre çà et là, qui parcourt mille lieux divers;
2 fig. souple, habile, industrieux ; en mauv. part fourbe, rusé ; τὸ πολύτροπον esprit de ruse, mobilité d’humeur, versatilité;
3 très divers, très varié;
Sp. πολυτροπώτατος.
Étymologie: πολύς, τρέπω.

English (Autenrieth)

(τρέπω): of many shifts, versatile, epith. of Odysseus, Od. 1.1 and Od. 10.330.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτροπος, -ον, ΝΜΑ
(κυρίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως αλλά και του Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Οδυσσέως) αυτός που περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη, πολυπλάνητος («ἄνδρα μοι ἔννεπε,...πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ.)
2. (για τον πολύποδα) αυτός που στρέφεται με πολλούς τρόπους ή προς πολλές διευθύνσεις
3. αυτός που μεταβάλλει τις διαθέσεις, τα αισθήματά του, ο άστατοςπολύτροπος ὄμιλος», Φωκυλ.)
4. (για νόσο) πολύπλοκος ή ευμετάβλητος
5. πολυποίκιλος, πολλαπλός («πολύτροποι ἐπιθυμίαι», Θουκ.)
6. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύτροπον
α) η ευστροφία του πνεύματος, η πανουργία
β) ποικιλία, πολλαπλότητα.
επίρρ...
πολυτρόπως ΝΜΑ
με πολλούς τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ιδιό-τροπος].

Greek Monotonic

πολύτροπος: -ον (τρέπω),
I. αυτός που πηγαίνει σε πολλά μέρη, πολυταξιδεμένος, περιπλανώμενος πολύ, Λατ. multum jactatus, λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. στρεφόμενος προς πολλές διευθύνσεις, πολύποδας, σε Θέογν.
2. μεταφ., εύστροφος, πανούργος, δόλιος, λέγεται για τον Ερμή, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· τὸ πολύτροπον τῆς γνώμης, ευστροφία πνεύματος, σε Θουκ.
III. ποικίλος, πολυμερής, σε Θουκ.· λέγεται για ασθένειες και για πόλεμο, ευμετάβολος, πολύπλοκος, σε Πλούτ.· επίρρ. -πως, με πολλούς τρόπους, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πολύτροπος:
1) много постранствовавший, бывалый (ἀνήρ, т. е. Ὀδυσσεύς Hom.);
2) изворотливый, ловкий, хитрый (sc. Ἐρμῆς HH; Ὀδυσσεύς, θηρίον Plat.);
3) изменчивый, непостоянный (πόλεμος Plut.): πολύτροποι ξυμφοραί Thuc. превратности судьбы;
4) многообразный, многосторонний (νόσος χαλεπὴ καὶ π. Plut.);
5) разнообразный, различный (ἔθνη Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύτροπος -ον [πολύς, τρέπω] listig, handig; als epith. van Odysseus in Od. 1.1 ook opgevat als bereisd;; πάμπολλοι... τοῖς ἀσθενέσι καὶ πολυτρόποις θηρίοις zeer velen (lijken) op zwakke en slimme beesten Plat. Plt. 291b; subst. τὸ πολύτροπον handigheid:. ἐκ τοῦ πολυτρόπου αὐτῶν τῆς γνώμης ten gevolge van hun intellectuele handigheid Thuc. 3.83.3. wisselvallig:; πόλεμος... ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος een oorlog met steeds wisselende kansen Plut. Mar. 33.1; adv. πολυτρόπως op vele manieren.

Middle Liddell

πολύ-τροπος, ον, τρέπω
I. much-turned, i. e. much-travelled, much-wandering, Lat. multum jactatus, of Ulysses, Od.
II. turning many ways, of the polypus, Theogn.
2. metaph. shifty, versatile, wily, of Hermes, Hhymn., Plat.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Thuc.
III. various, manifold, Thuc.:—of diseases and war, changeful, complicated, Plut.:—adv. -πως in many manners, NTest.