πίσσα

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσσᾰ Medium diacritics: πίσσα Low diacritics: πίσσα Capitals: ΠΙΣΣΑ
Transliteration A: píssa Transliteration B: pissa Transliteration C: pissa Beta Code: pi/ssa

English (LSJ)

Att. πίττᾰ, ἡ,

   A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. written πισᾶν IG42(1).102.278 (Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distd. as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr.HP3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 (Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51; πέπονθα… ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62.    II resin, used for treating winejars, PCair.Zen.481 (iii B. C.). (Cf. Lat. pix.)

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, att. -ττα, Pech, hartes u. flüssiges, auch Theer; μελάντερον ήΰτε πίσσα, Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.

Greek (Liddell-Scott)

πίσσᾰ: Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. πεύκη), ὡς καὶ νῦν, πίσσα Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ πίσσα ἐκαλεῖτο καὶ ὑγρά, Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ παλίμπισσα, αὐτόθι 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε πίσσα (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poix.
Étymologie: p. *πίτjα de πίτυς ; cf. lat. pix.

English (Autenrieth)

pitch.

Spanish

resina

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. πίττα Α
νεοελλ.
1. (φαρμ.) προϊόν ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, ακόμη, και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται είτε αυτούσιο, είτε σε λοσιόν είτε σε αλοιφή για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του δράση, καθώς και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο
2. φρ. α) «μαύρος πίσσα» — πολύ μαύρος
β) «σκοτάδι πίσσα» — βαθύ απόλυτο σκοτάδι
νεοελλ.-μσν.
το μαύρο ή καφέ σκούρο υπόλειμμα της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων
αρχ.
1. η ξυλόπισσα
2. ρητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την επάλειψη της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού
3. φρ. α) «πίσσα ὠμή» — ξυλόπισσα που δεν έχει υποστεί κατεργασία
β) «ὑγρά πίσσα» — κατεργασμένη ξυλόπισσα σε ρευστή κατάσταση
γ) «ὀρὸς πίσσης» — πίσσανθος
4. παροιμ. φρ. α) «πάσχω ὅσσα μῡς ἐν πίσσῃ.» — υποφέρω πάρα πολλά δεινά
β) «ἄρτι μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα πολλά δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πίσσα συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής pix, picis «πίσσα» (< IE piq-, πρβλ. ρωσ. pikŭlŭ, αρχ. σλαβ. picilŭ), που είναι δάνειο από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ya (πρβλ. κίσσα, νήσσα, γλώσσα)].

Greek Monotonic

πίσσᾰ: Αττ. πίττᾰ, ἡ, πίσσα, Λατ. pix, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη γεύση της δυστυχίας, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πίσσᾰ: атт. πίττᾰ ἡ смола Hom., Aesch., Her.: μελάντερος ἠΰτε π. Hom. черный как смола; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται погов. Dem. и вот мышь вкушает смолу, т. е. наступают черные дни.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: pitch (Il.).
Other forms: Att. πίττα.
Compounds: Compp., e.g. πισσο-, πιττο-κοπέω to besmear, to depilate with pitch (Att. inscr., com., Thphr.), κηρό-πισσος f. mix of wax and pitch (Hp.).
Derivatives: 1. As diminutive πισσάριον n. (medic.); 2. several adj. (Att. forms not esp. noted): πισσ-ηρός (Hp.), -ήρης (A.), -ινος (Att.), -ήεις (Nic.) pitchy; -ώδης pitch-like (Arist., Thphr.); -ίτης (οἶνος) tasting like p. (Str.; Redard 98); 3. the verbs πισσ-όω, πιττ-όω, -όομαι to besmear, to depilate (oneself) with pitch (since IVa) with -ωσις, -ωτής, -ωτός (hell.); -ίζω to taste like p. (sch.); *-άω in πίσσασις f. a pitching over (Epid. IVa).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [794] *pik- pitch, resin
Etymology: Old designation of pitch and resin, as inherited word also in Lat. and in Slav. retained. The oldest form shows Lat. pix, pic-is f., IE *pik-; from there wit ι̯α-suffix, as in νῆσσα, μυῖα a.o. only formally enlarging (Schwyzer 474), πίσσα, πίττα; with l-suffix Slav., e.g. Russ.-CSl. pьkъlъ, OCS pьcьlъ m. Deviating on the stemformation Specht Ursprung 146. -- As a loan the word has spread further: from Lat. pix Germ., e.g. OHG pëh, from Germ. Lith. pìkis, Russ. pek a.o. WP. 2, 75, Pok. 794, W.-Hofmann and Fraenkel s. vv., Vasmer s. pëklo 1. -- Further connections(?) s. πίτυς.

Middle Liddell

πίσσα, αττιξ πίττα, ης, ἡ,
pitch, Lat. pix, Il., Hdt., etc.: proverb., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i. e. he has got the first taste of misery, Dem.

Frisk Etymology German

πίσσα: {píssa}
Forms: att. πίττα
Grammar: f.
Meaning: Pech (seit Il.).
Composita : Kompp., z.B. πισσο-, πιττοκοπέω mit Pech beschmieren, enthaaren (att. Inschr., Kom., Thphr. u.a.), κηρόπισσος f. Mischung von Wachs und Pech (Hp.).
Derivative: Davon 1. als Deminutivum πισσάριον n. (Mediz.); 2. mehrere Adj. (att. Formen nicht besonders notiert): πισσηρός (Hp.), -ήρης (A.), -ινος (att.), -ήεις (Nik.) pechig; -ώδης pechartig (Arist., Thphr.); -ίτης (οἶνος) ‘nach P. schmeckend’ (Str. u.a.; Redard 98); 3. die Verba πισσόω, πιττόω, -όομαι ‘(sich) mit P. beschmieren, enthaaren’ (seit IVa) mit -ωσις, -ωτής, -ωτός (hell. u. sp.); -ίζω ‘nach P. schmecken’ (Sch.); *-άω in πίσσασις f. ‘das Pichet (Epid. IVa).
Etymology : Alte Benennung des Pechs und des Harzes, als Erbwort auch im Lat. und im Slav. erhalten. Die älteste Form zeigt lat. pix, pic-is f., idg. *piq-; davon mit ι̯α-Suffix, wie in νῆσσα, μυῖα u.a. nur formal erweiternd (Schwyzer 474), πίσσα, πίττα; mit l-Suffix slav., z.B. russ.-ksl. pьkъlъ, aksl. pьcьlъ m. Abweichend über die Stammbildung Specht Ursprung 146. —Durch Entlehnung hat sich das Wort weiter verbreitet: aus lat. pix germ., z.B. ahd. pëh, aus dem Germ. lit. pìkis. russ. pek u.a. WP. 2, 75, Pok. 794, W.-Hofmann und Fraenkel s. vv., Vasmer s. pëklo 1. — Weitere Beziehungen s. πίτυς.
Page 2,544