μορύσσω

From LSJ
Revision as of 09:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορύσσω Medium diacritics: μορύσσω Low diacritics: μορύσσω Capitals: ΜΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: morýssō Transliteration B: moryssō Transliteration C: morysso Beta Code: moru/ssw

English (LSJ)

Ep. Verb,

   A = μολύνω, soil, defile, in pf. part. Pass. μεμορυγμένα (v.l. μεμορυχμένα in Od. and Nic.), [εἵματα] καπνῷ Od.13.435; Ὀδυσῆα μ. αἵματι Q.S.5.450; μέλαν κυάνοιο… μ. ἄνθος black mixed with blue, Opp.C.3.39; μ. ἀφρῷ, ὄξει, Nic.Al.318, 330.    II = μωλύνω 1, μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις (aor. opt.) ῥίζεα ib. 144 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 208] be lud ein, verunreinigen; εἵματα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ, Od. 13, 435; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 39; Nic. Al. 144 in allgemeiner Bdtg, μέλαν κυάνοιο μεμορυγμένον ἄνθος, schwarz mit blau gemischte Farbe.

Greek (Liddell-Scott)

μορύσσω: Ἐπικ. ῥῆμα, = μολύνω, παῦρα μορύξαις (ἀόρ. εὐκτ.) Νικ. Ἀλεξιφ. 144· - ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ., μεμορυγμένα [εἵματα] καπνῷ Ὀδ. Ξ. 435· Ὀδυσῆα κεῖσθαι ὀϊόμενος μεμορυγμένον αἵματι πολλῷ Κόϊντ. Σμ. 5. 450· μέλαν κυάνοιο... μεμ. ἄνθος, μέλαν μεμιγμένον μετὰ κυανοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 39· μ. ἀφρῷ, ὄξει Νικ. Ἀλεξιφ. 318. 330.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. Act. et pf. Pass. μεμορυγμένος;
noircir, tacher, souiller.
Étymologie: DELG peu clair.

English (Autenrieth)

only pass. perf. part., μεμορυγμένα (-χμένα), stained, Od. 13.435†.

Greek Monolingual

μορύσσω (Α)
1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω
2. αναμιγνύω, ανακατώνω
3. μωλύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα mor(-u-) της ΙΕ ρίζας mer- «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση -u-) και συνδέονται πιθ. με σλαβικές λέξεις με σημ. «αλείφω, λερώνω» (πρβλ. ρωσ. mara-ju,-ti «ρυπαίνω», maraška «κηλίδα» και ίσως με τα μόρτος, μόρφνος). Η λ. μορύσσω, που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -σσω, είναι πιθ. μετονοματικό παράγωγο του μόρυχος, που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυχος, ήσυ-χος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μόρυχος θεωρείται υποχωρητ. παρ. του μορύσσω.

Greek Monotonic

μορύσσω: = μολύνω, λερώνω, κηλιδώνω, στιγματίζω: μτχ. Παθ. παρακ., μεμορυγμένα καπνῷ, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μορύσσω: делать черным, покрывать сажей, копотью (μεμορυγμένος или μεμορυχμένος καπνῷ Hom.).

Frisk Etymological English

Meaning: only ptc. pf. μεμορυχμένος (v.l. -γ-) defiled, blackened (ν 435, Nic., Q. S., Opp.), also opt. aor. 2. sg. μορύξαις one should besmear (Nic. Al. 144).
Derivatives: Beside μορυχώτερον comp. as adv. darker (v.l. in Arist. Metaph. 987 a 10), Μόρυχος surn. of Dionysos in Sicily (Sophr. 94; as his face was besmeart with yeast at the wine-harvest ), also name of a tragic poet (Ar.) with Μορυχία οἰκία (Pl. Phdr. 227b); s. Praechter Herm. 42, 647. On Μόρυχος cf. ἥσυχος, βόστρυχος uad the popular words in -χος, s. Chantraine Form. 402 ff.; a backformation from μορύσσω (with anal. -ύσσω, Schwyzer 733) is possible.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On Μόρυχος cf. ἥσυχος, βόστρυχος and the popular words in -χος, s. Chantraine Form. 402 ff.; a backformation from μορύσσω (with anal. -ύσσω, Schwyzer 733) is possible. Possible Greek cognates are mentioned under μόρφνος (s..); outside Greek some Slavic words for smear etc. may be considered, e.g. Russ. mará-ju, -tь smear, stain etc. (IE mōr-), s. Vasmer s.v. with more forms. Uncertain considerations from Armenian (after H. Petersson LUÅ 1916, 40) in WP. 2, 280, Pok. 734, Hofmann Et. Wb. s. v. Other combinations (to μύρον, σμύρις; after L. Meyer 4, 404f., Torp in Fick 3, 527) in Bq. - If the word is Pre-Greek, it could stand for *μαρυ-.

Middle Liddell

μορύσσω, = μολύνω
to soil, stain, defile: perf. pass. part. μεμορυγμένα καπνῷ Od.

Frisk Etymology German

μορύσσω: {morússō}
Forms: nur im Ptz. Pf. μεμορυχμένος (v.l. -γ-); auch Opt. Aor. 2. sg. μορύξαις man soll beschmieren (Nik. Al. 144).
Grammar: v.
Meaning: beschmutzt, geschwärzt (ν 435, Nik., Q. S., Opp.),
Derivative: Daneben μορυχώτερον Komp. als Adv. dunkler (v.l. in Arist. Metaph. 987 a 10), Μόρυχος Bein. des Dionysos in Sizilien (Sophr. 94; weil sein Gesicht bei der Weinlese mit Hefe beschmiert wurde), auch N. eines tragischen Dichters (Ar.) mit Μορυχία οἰκία (Pl. Phdr. 227b); s. Praechter Herm. 42, 647. Zu Μόρυχος vgl. ἥσυχος, βόστρυχος und die volkstümlichen Wörter auf -χος bei Chantraine Form. 402 ff.; eine Rückbildung aus μορύσσω (rnit anal. -ύσσω, Schwyzer 733) ist nicht ausgeschlossen.
Etymology : Denkbare griech. Verwandte sind zu μόρφνος (s.d.) erwähnt; außerhalb des Griech. kommen einige slavische Wörter für schmieren in Betracht, z.B. russ. mará-ju, - schmieren, sudeln (idg. mōr-), s. Vasmer s.v. m. Lit. und weiteren Formen. Unsicheres aus dem Armen. usw. (nach H. Petersson LUÅ 1916, 40) bei WP. 2, 280, Pok. 734, Hofmann Et. Wb. s. v. Andere Kombinationen (zu μύρον, σμύρις; nach L. Meyer 4, 404f., Torp bei Fick 3, 527 u.a.) bei Bq.
Page 2,257