αναιρώ

From LSJ
Revision as of 18:17, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναιρῶ)
1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω
2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ
3. αθετώ, αρνούμαι
4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής»)
αρχ.
Ι. (ενεργ. και μέσ.)
1. σηκώνω από κάτω επάνω, παίρνω μαζί μου ή απλώς παίρνω
2. (για έπαθλα) κερδίζω, νικώ
3. περισυλλέγω νεκρούς για ταφή
ΙΙ. ενεργ.
1. (για πράγματα) αφανίζω, καταλύω, καταστρέφω
2. (για χρησμούς) ορίζω, διατάζω, χρησμοδοτώ
3. δίνω απάντηση, απαντώ
ΙΙΙ. μέσ.
1. παίρνω στην υπηρεσία μου, προσλαμβάνω
2. αρπάζω «κούρας ἀνέλοντο θύελλαι» (Όμ. υ 66)
3. παίρνω στην αγκαλιά μου
4. μένω έγκυος, συλλαμβάνω
5. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εκτέλεση έργου, επιχειρώ
6. (για χρήματα) δανείζομαι με τόκο
7. δέχομαι κάτι σαν δικό μου, αναγνωρίζω, υιοθετώ
8. φρ. «ποινήν τίνος ἀναιοῦμαι», παίρνω εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + αἱρῶ.
ΠΑΡ. αναίρεση (-ις) αναιρετικός
αρχ.-μσν.
ἀναιρέτης μσν. ἀναίρεμα, ἀναιρετήριος
νεοελλ.
αναιρεσείων].