ἰοχέαιρα
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ, (ἰός A) A arrow-pourer, shooter of arrows, epith. of Artemis, Il.5.53, etc.; ἰ. παρθένος Pi.P.2.9: as Subst., Ἰοχέαιρα Il.21.480, Od. 11.198, Schwyzer 758 (vi B.C.), IG14.1389i53; later ἰ. φαρέτρα AP 6.9 (Mnasalc.). II (ἰός B) poison-shedding, of serpents, Nic.Fr. 33. (-χέϝαιρα from χέω, not as expld. by Apollon.Lex. etc. from χαίρω.) [ῑ as in ἰός: yet ῐ in Pi.l.c.]
German (Pape)
[Seite 1257] ἡ, 1) Beiwort der Artemis, Iliad. 5, 53, die pfeilfrohe, besser wohl die Pfeile ausgießende, Pfeile schießende, vgl. Iliad. 15, 590 ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο; ohne den Namen Artemis Iliad. 21, 480 Odyss. 11, 198, vgl. vs. 172; – Pind. P. 2, 9 [wo ι kurz ist]; φαρέτρα Mnasale. 6 (VI, 9). – 2) Beiw. der Schlange, die giftfrohe, besser wohl die Gift ausgießende, Nic. bei Ath. III, 99 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοχέαιρα: ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. φαρέτρα Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ ζῷον (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον μέρος τῆς λέξεως εἶναι: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, οὐχί, ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ χαίρω). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰοχέαιρα· τοξοφόρος. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
adj. f.
qui lance des traits (Artémis) ; ἡ Ἰοχέαιρα IL la déesse qui lance des traits (Artémis).
Étymologie: ἰός, χέω.
English (Slater)
ῐοχέαιρα
1 archeress, epith. of Artemis. ἰοχέαιρα παρθένος (P. 2.9)
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
1. (επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.)
2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα
η Άρτεμις
3. αργότ. και επίθ. της φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙ) + -χέαιρα. Το β' συνθετικό < χέω κατ' αναλογία προς τα γέρ-αιρα, χίμ-αιρα ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. χεFαρ. Κατ' άλλη άποψη -χέαιρα < χείρ, οπότε η δομή του συνθ. είναι ανάλογη του αρχ. ινδ. isu-hasta- «που κρατάει βέλος στο χέρι του». Η άποψη αυτή ωστόσο δεν ερμηνεύει το ἰοχέαιρα (ΙΙ)·].
(II)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
(ως επίθ. του φιδιού ασπίς) αυτή που εκχύνει δηλητήριο («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ ζῷον», Νίκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙΙ) + -χέαιρα. Βλ. ιοχέαιρα (Ι)].
Greek Monotonic
ἰοχέαιρα: [ῑ], ἡ, αυτή που ρίχνει βέλη, τοξοβόλος, επίθ. της Άρτεμης, σε Όμηρ. (πιθ. από το χέω, όχι από το χαίρω).
Russian (Dvoretsky)
ἰοχέαιρα: (ῑο, у Pind. ῐο) ἡ ἰός I] стрелометательница (Ἄρτεμις Hom.; παρθένος Pind.; φαρέτρα Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj..
Meaning: attribute of Artemis, also used as substantive (Hom.; Pi. P. 2, 9 [with shortening of the ἰ-], poet. inscr.), also of the φαρέτρα (AP 6, 9); also name of the viper (Nic. Fr. 33).
Origin: IE [Indo-European] [16] *h₂isu- arrow and [447] *ǵʰesr- hand
Etymology: Since antiquity mostly explained as shaking out arrows, arrow-shootress, from ἰός arrow and χέω, cf. δούρατ' ἔχευαν Ε 618; through learned play by Nic. referring to ἰός poison. The 2. member was shaped after χίμαιρα, γέραιρα a. o. (Schwyzer 452 a. 475, Chantraine Formation 104); as it never existed as an independent word, it cannot be seen whether it is derived from an ρ-stem *χέϜ-αρ (Benveniste Origines 27) or from an ν-stem (πίειρα : πίων, πέπειρα : πέπων). - However, Heubeck Beitr. z. Namenforschung 7, 275ff. derived it (with Pisani; objections by Belardi Doxa 3, 208, Fraenkel Ling. Posn. 4, 96) from ἰός and χείρ as who has the arrow(s) in her hand; this is supported by Skt. formations, e. g. íṣu-hasta- who holds an arrow in the hand, śūla-hasta- ... a lance in .... On the formal aspects s. on χείρ (s. v.). - Not with Ehrlich Sprachgeschichte 48 as crying (a) hunting cry from ἰά cry and a verb call (Skt. hávate); cf. Kretschmer Glotta 4, 350. Also R. Schmitt, Dicht. u. Dichterspr. 177ff.
Middle Liddell
ἰ¯ο-χέαιρα, ἡ,
arrow-pourer, shooter of arrows, of Artemis, Hom. [Prob. from χέω, not from χαίρω.]
Frisk Etymology German
ἰοχέαιρα: {iokhéaira}
Grammar: f.
Meaning: Attribut der Artemis, auch substantivisch gebraucht (Hom.; Pi. P. 2, 9 [mit Kürzung des ἰ-], poet. Inschr.), auf die φαρέτρα übertragen (AP 6, 9); auch Ben. der Viper (Nik. Fr. 33).
Etymology : Seit dem Altertum gewöhnlich als Pfeile ausschüttend, Pfeilschützin erklärt, von ἰός Pfeil und χέω, vgl. δούρατ’ ἔχευαν Ε 618; durch gelehrte Spielerei von Nik. auf ἰός Gift bezogen. Das Hinterglied ist nach χίμαιρα, γέραιρα u. a. geformt (Schwyzer 452 u. 475, Chantraine Formation 104); da es als selbständiges Wort nie existiert hat, ist nicht zu entscheiden, ob es auf einen ρ-Stamm *χέϝαρ (Benveniste Origines 27) oder auf einen ν-Stamm (πίειρα : πίων, πέπειρα : πέπων) zurückzuführen ist. — Dagegen nach Heubeck Beitr. z. Namenforschung 7, 275ff. (mit Pisani; Einwände bei Belardi Doxa 3, 208, Fraenkel Ling. Posn. 4, 96) von ἰός und χείρ als ‘die den Pfeil (die Pfeile) in der Hand hält’; für diese Deutung sprechen namentlich ähnliche aind. Bildungen, z. B. íṣu-hasta- der einen Pfeil in der Hand hält, śūla-hasta- der eine Lanze in der Hand hält. Zum Formalen s. zu χείρ. — Nicht mit Ehrlich Sprachgeschichte 48 als Jagdruf gellend von ἰά Geschrei und einem Verb rufen (aind. hávate); vgl. Kretschmer Glotta 4, 350.
Page 1,731-732