Σκύθης

From LSJ
Revision as of 19:47, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκύθης Medium diacritics: Σκύθης Low diacritics: Σκύθης Capitals: ΣΚΥΘΗΣ
Transliteration A: Skýthēs Transliteration B: Skythēs Transliteration C: Skythis Beta Code: *sku/qhs

English (LSJ)

ου, ὁ: voc. A Σκύθᾰ Thgn.829, Ar.Th.1112, etc.:—Scythian, first in Hes. Fr.55: prov., Σκυθῶν ἐρημία, of a desert, Ar.Ach.704: metaph., rude, rough person, ἐν λόγοις Σ. Plu.2.847f, cf. Men.533.13. 2 Adj. Scythian, Σ. ἐς οἷμον A.Pr.2; Σ. ὅμιλος ib.417 (lyr.); σίδηρος Id.Th. 818 (cf. Χάλυψ) ; κύανος Thphr.Lap.55. II at Athens, one of the city police, which was mainly composed of Scythian slaves, Ar.Th. 1018,1026, Lys.451; cf. τοξότης III. 2 = ἱπποτοξότης, mounted bowman, horse-archer, horse archer, mounted archer, mounted bowman, horseback archer Ael. Tact.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - κάτοικος τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον «Ἀφρικανὴ ἐρημία», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., ἄνθρωπος ἄξεστος καὶ τραχύς, ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, Σκυθικός, Σκ. ὅμιλος Αἰσχύλ. Πρ. 417· σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· κύανος Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς ὑπηρέτηςκλητήρ· διότι οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. τοξότης ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 Scythe, οἱ Σκύθαι les Scythes, n. commun à tous les peuples du NE de l’Europe et du N de l’Asie ; p. ext. homme inculte, grossier, brutal ; à Athènes garde de police (ce corps étant surtout composé de Scythes);
2 de Scythe, des Scythes.
Étymologie:.

English (Strong)

probably of foreign origin; a Scythene or Scythian, i.e. (by implication) a savage: Scythian.

English (Thayer)

Σκυθου, ὁ, a Scythian, an inhabitant of Scythia i. e. modern Russia: Cicero, in Verr. 2,5, 58 § 150; in Pison. 8,18; Josephus, c. Apion. 2,37, 6; (Philo, leg. ad Gaium § 2); Lucian, Tox. 5f; Lightfoot on Colossians , the passage cited; Hackett in B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Scythians; Rawlinson's Herod., Appendix to book iv., Essays ii. and iii.; Vanicek, Fremdwörter, under the word.)

Greek Monotonic

Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ, κλητ. Σκύθᾰ·
I. 1. κάτοικος της Σκυθίας ή ο καταγόμενος από τη Σκυθία· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, όπως θα λέγαμε εμείς «η έρημος της Σαχάρας», σε Αριστοφ.· θηλ. Σκύθαινᾰ.
2. ως επίθ. Σκυθικός, σε Αισχύλ.
II. στην Αθήνα, αστυνόμος, μέλος της πολιτοφυλακής, που κατά κανόνα αποτελείτο από Σκύθες σκλάβους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Σκύθης: ου adj. скифский (οἶμος Aesch.).
ου ὁ Скиф
1) отец Кадма, тиранн Занклы;
2) младший сын Геракла, миф. родоначальник скифов Her.
ου, ион. εω (ῠ) ὁ sing. к Σκύθαι.

Middle Liddell

Σκύ˘θης, ου, ὁ,
1. a Scythian: proverb., Σκυθῶν ἐρημία, as we might say "the desert of Africa, " Ar.: —fem. Σκύθαινᾰ.
2. as adj. Scythian, Aesch.
II. at Athens, a policeman, one of the city-guard, which was mostly composed of Scythian slaves, Ar.

Chinese

原文音譯:SkÚqhj 士去帖士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:西古提人
字義溯源:西古提人;西古提位於黑海與裏海間的北部高山地區,住在那地的西古提人,是印歐語系(包括印度,西亞,歐洲之語言)的人。字義:野蠻的
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 西古提人(1) 西3:11