αὐτοκράτωρ

From LSJ
Revision as of 20:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκράτωρ Medium diacritics: αὐτοκράτωρ Low diacritics: αυτοκράτωρ Capitals: ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ
Transliteration A: autokrátōr Transliteration B: autokratōr Transliteration C: aftokrator Beta Code: au)tokra/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, (κρᾰτέω) A one's own master: hence, 1 of persons or states, free, independent, Th.4.63, IG12 (9).189.44, etc.: of a youth that has come of age, X.Mem.2.1.21. 2 of ambassadors and commissioners, possessing full powers, plenipotentiary, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι Ar.Pax 359; αὐ. ἥκομεν Id.Av.1595; πρεσβευτής Lys.13.9; ξυγγραφεῖς Th.8.67; αὐ. βουλή And.1.15; ἀποδεῖξαι ἄνδρας ἀρχὴν αὐτοκράτορας, opp. a reference to the assembly, Th.5.27. 3 of rulers, absolute, στρατηγοί Id.6.72; ἄρχων X. An.6.1.21; ἀνυπεύθυνος καὶ αὐ. ἄρχειν Pl.Lg.875b, cf. Plt.299c; τὸ πᾶν αὐ. διαθεῖναι manage all at their pleasure, Th.1.126; ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων αὐτὸς αὐτοκράτωρ, of Philip, D.18.235; μόναρχοι Arist.Pol. 1295a12; στρατηγία ib.1285a8 (dub.); νοῦς αὐ. (cf. αὐτοκρατής) Anaxag. ap.Pl.Cra.413c: hence, = Lat.Dictator, Plb.3.86.7, etc.; = Imperator, Plu.Pomp.8; of the Emperor, Id.Galb.1, etc. 4 αὐ. λογισμός peremptory reasoning, Th.4.108. II c. gen., complete master of... πόλις οὐκ αὐ. οὖσα ἑαυτῆς Id.3.62; τῆς τύχης Id.4.64; τῆς αὑτοῦ πορείας Pl.Plt.274a; τῆς ἐπιορκίας αὐ. having full liberty to swear falsely, D.17.12: c. inf., αὐ. κολάσαι having full power to punish, Id.59.80.

German (Pape)

[Seite 398] ορος, ὁ, Selbstherrscher, mit unum schränkter Gewalt versehen, ἀνυπεύθυνος καὶ αὐτ. τῆς πόλεως ἄρχειν Plat. Legg. X, 875 b, u. öfter; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Thuc. 3, 62; αὐτ. πάντα διατίθημι, ich ordne alles nach eigenem Ermessen, 1, 126; αὐτ.μάχη, wo jeder thut, was er will, 4, 126; mit dem inf., κολάσαι Dem. 59, 80; unabhängig, Xen. Mem. 2, 1, 21; von Völkern, Pol. 3, 17; πρέσβεις περὶ εἰρήνης, mit unumschränkter Vollmacht, Andoc. 3, 6; Lys. 13, 9 u. öfter; βουλή Andoc. 1, 15; δύναμις Pol. 6, 14; vgl. 18, 1, wo es, von den Pallisaden gesagt, Selbstständigkeit ist; στρατηγός ist der Diktator bei den Römern, 3, 86. Bei Sp. der römische Kaiser.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκράτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (κρᾰτέω) ἑαυτοῦ κύριος, ἑπομένως, 1) ἐπὶ πόλεως ἀνεξαρτήτου ἢ πολιτῶν ἐλευθέρων, αὐτοξούσιος, Λατ. sui juris, πόλιν ἕξοντες ἕκαστος ἐλευθέραν, ἀφ’ ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ἐξ ἴσου ἀρετῇ ἀμυνούμεθα Θουκ. 4. 63· ἐπὶ παίδων εἰς ἥβην ὁρμωμένων, ἐν ᾗ οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν, εἴτε κτλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21. 2) ἐπὶ πρέσβεων καὶ ἐπιτρόπων ἐχόντων πλήρη ἐξουσίαν, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι, πληρεξούσιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 359· πρέσβεις ὁ αὐτ. Ὄρν. 1595, πρβλ. Λυσίαν. 130. 29· ξυγγραφεῖς Θουκ. 8. 67· προσέτι αὐτ. βουλὴ Ἀνδοκ. 3. 13, πρβλ. Ἑρμάνν. Πολιτ. Ἀρχ. § 125. 10· ἀποδεῖξαι δὲ ἄνδρας ὀλίγους ἀρχὴν αὐτοκράτορας καὶ μὴ πρὸς τὸν δῆμον τοὺς λόγους εἶναι, τοῦ μὴ καταφανεῖς γίγνεσθαι τοὺς μὴ πείσαντας τὸ πλῆθος Θουκ. 5. 27. 3) ἐπὶ ἀρχόντων ἀπόλυτος, ἀνεύθυνος, στρατηγοὶ ὁ αὐτ. 6. 72· ἄρχοντες Ξεν. Ἀν 6. 1, 21· ἀνυπεύθυνος καὶ αὐτ. ἄρχειν Πλάτ. Νόμ. 875Β· ἐπιτρέψαντες τοῖς ἐννέα ἄρχουσι τὴν φυλακήν, καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι, νὰ διαθέσωσι τὰ πάντα κατ’ ἰδίαν βούλησιν, Θουκ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 299C· ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων αὐτοκράτωρ ὤν, περὶ τοῦ Φιλίππου, Δημ. 305. 26· μόναρχοι Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· ὁπόθεν στρατηγία τις αὐτοκράτωρ, πρέπει νὰ γραφῇ (ἀντὶ αὐτοκρατόρων) ἐν 3. 14, 4· νοῦς αὐτ. (πρβλ. αὐτοκρατὴς) Ἀναξαγ. παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 413C: - ἐντεῦθεν ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Dictator, Πολύβ. 3. 86, 7, κτλ… μετὰ ταῦτα δὲ ἔλαβε τὴν σημερινὴν σημασίαν τοῦ αὐτοκράτορος, Πλουτ. Γάλβ. 1., κτλ. 4) ὁ μὴ δεχόμενος ἀντιλογίαν, εἰωθότες οἱ ἄνθρωποι οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν ἐλπίδι ἀπερισκέπτῳ διδόναι, ὅ δὲ μὴ προσίενται λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι, «ἔθος ὅν τοῦτο ἀνθρώποις ἀρχαῖον, οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν, ἀπερισκέπτως ἐλπίζειν καὶ δέχεσθαι, κἄν ἐπιβλαβὲς ᾖ καὶ σφαλερόν· ᾧ δὲ μὴ ἀρέσκονται, χρῆσθαι λογισμῷ αὐτοκράτορι πρὸς τὸ ἀπωθεῖσθαι τοῦτο κἄν ὠφέλιμον τύχῃ ὄν καὶ σωτήριον (Σχόλ.), Θουκ. 4. 108. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελὴς κύριος, ἑαυτοῦ, τῆς τύχης ὁ αὐτ. 3. 62., 4. 69: τῆς αὑτοῦ πορείας Πλάτ. Πολιτικ. 274 Α· τῆς ἐπιορκίας αὐτοκράτωρ, ἐντελῶς ἐλεύθερος νὰ ἐπιορκήσῃ, Δημ. 215. 2: - μετ’ ἀπαρ., αὐτ. κολάσαι, ἔχων πλήρη ἐξουσίαν νὰ τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. 1372. 14. Κλητ.: ὦ αὐτοκράτορ Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσαγ. Πταίσμ. 18.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
voc. αὐτοκράτορ;
qui ne dépend que de soi-même, indépendant ; νέος αὐτοκράτωρ XÉN jeune homme libre de ses actions ; ἄνδρες ἀρχὴν αὐτοκράτορες THC hommes investis de pleins pouvoirs, càd sans obligation de rendre compte à une assemblée ; αὐτοκράτωρ πρεσβεύς ambassadeur muni de pleins pouvoirs, plénipotentiaire ; στρατηγὸς αὐτοκράτωρ général en chef avec pleins pouvoirs ; avec un gén. αὐτοκράτωρ ἑαυτοῦ THC maître absolu de soi-même, càd complètement indépendant ; αὐτοκράτωρ τῆς τύχης THC maître absolu de la fortune ; αὐτοκράτωρ λογισμός THC raisonnement absolu, càd péremptoire.
Étymologie: αὐτός, κρατέω.

Spanish (DGE)

-ορος
I 1dueño de sí mismo, libre, independiente πόλιν ... ἐλευθέραν, ἀφ' ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ... ἀμυνούμεθα Th.4.63, τοὺς ἀκμὴν αὐτοκράτορας ὄντας τῶν Ἰβήρων cuantos de los iberos eran a la sazón independientes Plb.3.17.5
ref. a la edad mayor de edad οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι X.Mem.2.1.21
del νοῦς de Anaxágoras, Pl.Cra.413c, del νοῦς gener., Plu.2.945d
c. gen. dueño de πόλις οὐκ αὐτοκράτωρ οὖσα ἑαυτῆς Th.3.62, ὥστε αὐτὸς ἡγεῖσθαι τῆς τε οἰκείας γνώμης ... αὐ. εἶναι Th.4.64, τῷ κόσμῳ προσετέτακτο αὐτοκράτορι εἶναι τῆς αὐτοῦ πορείας Pl.Plt.274a
que tiene control sobre αὐ. ἐστὶν τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4Ma.1.7, 13, 30, 16.1, αὐ. τῶν ἀλγηδόνων LXX 4Ma.8.28
c. inf. libre para τινὰ κολάσαι D.59.80
de donde en lit. crist. dueño de sus propias acciones αὐτεξούσιος καὶ αὐ. ὁ ἄνθρωπος Meth.Res.1.38, del alma, Eus.PE 6.6.48, ὁ λογισμός Origenes Fr.in Ps.50.14, Meth.Symp.8.13, tb. del νοῦς (cf. supra), Thdt.M.83.560A.
2 en sent. peyor. incontrolado δύναμις Plb.6.14.2, 18.18.14, ἐξουσία Plb.6.12.5
arbitrario λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι Th.4.108
de donde en que cada uno se rige como quiere, sin disciplina μάχη Th.4.126.
II que tiene autoridad absoluta στρατηγοί Th.6.72, ἄρχων X.An.6.1.21, μόναρχοι Arist.Pol.1295a12
de representantes elegidos que tiene plenos poderes ξυγγραφεῖς Th.8.67, πρεσβευτής Lys.13.9, X.HG 2.2.17, τούτων πέρι πάντων αὐτοκράτορες ἥκομεν Ar.Au.1595, τούτους δ' αὐτοκράτορας ἐκπέμπομεν Isoc.8.55, de jueces, Lys.6.13, αὐ. βουλή And.Myst.15, ἀνυπεύθυνός τε καὶ αὐ. ἄρχειν Pl.Lg.875b, αἱρηθεὶς ἄρχειν αὐ. Isoc.19.38, c. ac. de rel. ἀποδεῖξαι ἄνδρας ... ἀρχὴν αὐτοκράτορας Th.5.27, c. gen. τὸν Ἑρμῆν δὲ αὐτοκράτορα ... τῆς κολάσεως κατάπεμψον envía a Hermes con plenos poderes para castigar Luc.Fug.22, στρατηγὸς αὐ. τῆς Θηβαΐδος general en jefe de la Tebaida, OGI 147.4 (Pafos II a.C.), cf. 156.2 (Chipre II a.C.), ID 1528 (II a.C.)
pero abs. αὐ. στρατηγός lat. dictator Plb.3.86.7, Longus 3.2.4
subst. ὁ αὐ. lat. dictator, dictador Plb.3.87.9, 103.4, de Sila y Pompeyo, Plu.Pomp.8
lat. imperator, emperador Μάρκος Ἀντώνιος Αὐτοκράτωρ SB 4224.1 (I a.C.), de Augusto Καῖσαρ Αὐτοκράτωρ Σεβαστός IPh.140, cf. BGU 543.3 (I a.C.), de Claudio BGU 1660.8 (I d.C.), de Diocleciano y Maximiano SB 7622.2 (III d.C.), de Tito, Plu.2.123d
gener. emperador ἡ εὐσεβεστάτη μεγάλου θειοτάτου αὐτοκράτορος τύχη Luc.Macr.7, tb. en plu., Plu.Galb.1.

• Etimología: Comp. de αὐτός y una forma -κράτωρ. Quizá alteración de -κράτης sobre el modelo de los agentes en -τωρ. v. s.u. κράτος.

Greek Monolingual

ο
βλ. αυτοκράτορας.

Greek Monotonic

αὐτοκράτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (κρᾰτέω)· κύριος του ίδιου του του εαυτού·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα ή πόλεις, ελεύθερος και ανεξάρτητος, Λατ. sui juris, σε Θουκ., Ξεν.
2. λέγεται για τους πρέσβεις, αυτός που έχει πλήρη εξουσία, πληρεξούσιος, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
3. λέγεται για άρχοντες, απόλυτος, αυθαίρετος, δεσποτικός, στον ίδ. κ.λπ.
4. λέγεται για συλλογισμό, αυθαίρετος, αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, στον ίδ.
II. με γεν., απόλυτος κύριος κάποιου, ἑαυτοῦ, στον ίδ.· τῆς ἐπιορκίας αὐτοκράτωρ, εντελώς ελεύθερος να ορκιστεί ψευδώς, να επιορκήσει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκράτωρ:
I ορος adj.
1) самостоятельный, независимый (νέος Xen.): αὐ. μάχη Thuc. бой в рассыпном строю;
2) обладающий неограниченными полномочиями (περὶ τῆς εἰρήνης πρεσβευτής Lys.);
3) неограниченный, полновластный, самодержавный (στρατηγός Thuc., Plut.; μόναρχος Arst.; δύναμις Polyb.);
4) ни от чего (внешнего) не зависящий, суверенный (νοῦς Plat.);
5) неограниченно владеющий, имеющий неограниченное право (τινός Thuc., Plat., Dem. и ποιεῖν τι Dem.);
6) своенравный (λογισμός Theocr.).
ορος ὁ (в Риме)
1) = dictator Polyb.;
2) = imperator Plut.

Frisk Etymological English

-ορος
Grammatical information: m. f.
Meaning: ones own master, independant; = lat. imperator (Th.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *αὐτοκρατης after the nouns in -τωρ.

Middle Liddell

κρατέω
I. one's own master:
1. of persons or states, free and independent, Lat. sui juris, Thuc., Xen.
2. of ambassadors, possessing full powers, plenipotentiary, Ar., Thuc., etc.
3. of rulers, absolute, arbitrary, despotic, Thuc., etc.
4. of reasoning, peremptory, Thuc.
II. c. gen. complete master of, ἑαυτοῦ Thuc.; τῆς ἐπιορκίας αὐτ. at liberty to swear falsely, Dem.

Frisk Etymology German

αὐτοκράτωρ: -ορος
{autokrátōr}
Grammar: m. f.
Meaning: Selbstherrscher, mit unumschränkter Gewalt versehen = lat. imperator (att. hell.; vgl. Fraenkel KZ 42, 116ff.).
Derivative: Davon die in der Kaiserzeit gebildeten αὐτοκρατορία, αὐτοκρατορικός, αὐτοκρατορεύω usw., zur Wiedergabe der entsprechenden lat. Begriffe imperium, imperatorius, imperare usw. Fem. αὐτοκράτειρα (Orph.).
Etymology : Statt αὐτοκρατής (zu κράτος, κρατέω) nach den Nomina agentis auf -τωρ umgebildet; Schwyzer 531 A. 11 (mit Lit.).
Page 1,190-191

English (Woodhouse)

absolute, arbitrary, acting on one's own authority, allowed carte-blanche, having full authority, having supreme authority, possessed of full powers, Roman magistrate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)