κοινωνός

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωνός Medium diacritics: κοινωνός Low diacritics: κοινωνός Capitals: ΚΟΙΝΩΝΟΣ
Transliteration A: koinōnós Transliteration B: koinōnos Transliteration C: koinonos Beta Code: koinwno/s

English (LSJ)

ὁ, also ἡ, A companion, partner, τινος of or in a thing, A.Ag.1037, 1352, Supp.344, Men.Epit.499; τῆς ἐπιβουλῆς Antipho 5.68; ἱερῶν Pl.Lg. 868e; τῆς ἀρχῆς Th.7.63, 8.46; ὁ τοῦ κακοῦ κ. accomplice in... S.Tr. 730; ἀνοσίων αὐτοῖς ἔργων Pl.Ep.325a; κ. περὶ νόμων Pl.Lg.810c; τινι in a thing, E.El.637: c. dat. pers., κ. ἀλλήλοις τῶν τιμῶν with each other, X.Mem.2.6.24. 2 abs., partner, fellow, S.Aj.284, Pl. R.333b, Phdr.239c, etc.; ὁ σὸς κ., οὐχ ὁ ἐμός D.18.21; ἴσοι καὶ κ. Arist.EN1133b3; κοινωνοὶ λιμένων, of a societas publicanorum which farmed harbour-dues, BCH10.267 (Syme); of joint-owners, PAmh. 2.100 (ii/iii A.D.). 3 familiar spirit, LXX 4 Ki.17.11. II as Adj., = κοινός, ξίφος E.IT1173.

German (Pape)

[Seite 1470] ὁ, auch ἡ, Theilnehmer, Genosse; πραγμάτων, γνώματος, Aesch. Suppl. 339 Ag. 1325; κακοῦ Soph. Tr. 727; γάμων Eur. Herc. Fur. 584; ψήφου, πολέμου, Ptat. Rep. V, 450 a Legg. VI, 755 c, öfter, wie Folgde. – Adj. bei Eur. I. T. 1173, μητέρα κατειργάσαντο κοινωνῷ ξίφει, in gemeinsamem Morden.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνός: ὁ, ὡσαύτως ἡ, (κοινὸς) συμμέτοχος, τινος, εἴς τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037, 1352, Ἱκ. 343, Ἀντιφῶν 137. 25, Πλάτ., κτλ.· ὁ τοῦ κακοῦ κ., συναυτουργός, συνεργός..., Σοφ. Τρ. 730, πρβλ. Αἴ. 284· ὡσαύτως, κ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 810C· τινι, ἔν τινι πράγματι, Εὐρ. Ἠλ. 637· μετὰ δοτ. προσ., κ. τινι τῶν τιμῶν, μετά τινος ἄλλου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24. 2) ἀπολ., μέτοχος, συνέταιρος, Πλάτ. Πολ. 333Β, Φαῖδρ. 239C· ὁ σὸς κοινωνός, οὐχ ὁ ἐμὸς Δημ. 232. 12· ἴσοι καὶ κ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = κοινός, Εὐρ. Ι. Τ. 1173.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui participe à, qui s’associe à, associé, compagnon : τινος, τινι, qui prend sa part de qch ; κοινωνὸς τινί τινος, qui partage qch avec qqn ; en mauv. part κοινωνὸς τοῦ κακοῦ SOPH qui participe à un malheur, cause d’un malheur ; abs. compagnon;
2 adj. κοινωνῷ ξίφει EUR avec une épée complice, par un meurtre commis de complicité.
Étymologie: κοινός.

English (Strong)

from κοινός; a sharer, i.e. associate: companion, X fellowship, partaker, partner.

English (Thayer)

κοινωνη, κοινωνόν (κοινός) (as adjective Euripides, Iph. Taur. 1173; commonly as a substantive);
a. a partner, associate, comrade, companion: ἔχειν τινα κοινωνόν, εἰμί κοινωνός τίνι, to be one's partner, τίνος (the genitive of person), to be the partner of one doing something, τίνος ἐν τῷ αἵματι, to be one's partner in shedding the blood etc. a partaker, sharer, in any thing; with the genitive of the thing: τῶν παθημάτων, τῆς δόξης, θείας φύσεως, τοῦ θυσιαστηρίου, of the altar (at Jerusalem) on which sacrifices are offered, i. e. sharing in the worship of the Jews, τῶν δαιμονίων, partakers of (or with) demons, i. e. brought into fellowship with them, because they are the authors of the heathen worship, ibid. 20; (ἐν τῷ ἀφθάρτῳ κοινωνοί ... ἐν τοῖς φθαρτοῖς, joint partakers in that which is imperishable ... in the blessings which perish, Epistle of Barnabas 19,8 [ET]; see κοινωνέω, at the end).

Greek Monolingual

ο, η (AM κοινωνός, ὁ, ἡ)
αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, συμμέτοχος
νεοελλ.
αυτός που έχει γνώση κάποιου πράγματος, που έχει εμπειρία πάνω σε κάτι, γνώστης, έμπειρος («τον κατέστησε κοινωνό της υποθέσεως»)
αρχ.
1. συνεργός, συναυτουργός, συνένοχος
2. φρ. «κοινωνοὶ λιμένων» — οι εκμισθωτές τών λιμενικών φόρων
3. προστατευτικό, ευμενές πνεύμα
4. ως επίθ. κοινωνός, -όν
κοινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητ. παρ. του κοινωνώ].

Greek Monotonic

κοινωνός: ὁ και ἡ (κοινός
I. 1. σύντροφος, συμμέτοχος, συνέταιρος, τινος, σε κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ τοῦ κακοῦ κ., συνεργός στο κακό, σε Σοφ.· επίσης, τινι, σε κάτι, σε Ευρ.
2. απόλ., μέτοχος, κοινωνός, σε Πλάτ., Δημ.
II. ως επίθ., κοινός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κοινωνός: II ὁ и ἡ
1) (со)участник, (со)товарищ (πραγμάτων Aesch.): κ. γνώματος Aesch. и κ. ψήφου Plat. единомышленник; ἡ κ. γάμων Eur. подруга жизни, супруга;
2) товарищ, приятель (ὁ σὸς κ. Dem.; ἴσοι καὶ κοινωνοί Arst.; τινος и τινι NT);
3) сообщник (τοῦ αἵματός τινος NT).
соучаствующий, совместный, общий: κοινωνῷ ξίφει κατεργάζεσθαί τινα Eur. убить кого-л. сообща.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινωνός -οῦ, ὁ, ἡ [κοινός] deelnemer (aan), met dat.: δαιτὶ κοινωνόν deelnemer aan de maaltijd Eur. El. 637. partner (in), met gen.:; τήν... κοινωνὸν γάμων huwelijksgezellin Eur. HF 584; ook ongunstig:; ἀνοσίων αὐτοῖς ἔργων γενέσθαι κοινωνός hun medeplichtige worden aan goddeloze daden Plat. ep. 325a; als adj.: κοινωνῷ ξίφει met medeplichtig zwaard Eur. IT 1173. gezel, makker:. πάντες οἱ κοινῶνες al zijn makkers Xen. Cyr. 8.1.25.

Middle Liddell

κοινωνός, ὁ, κοινός
I. a companion, partner, τινος in a thing, Aesch., etc.; ὁ τοῦ κακοῦ κ. accomplice in the evil, Soph.; also, τινι in a thing, Eur.
2. absol. a partner, fellow, Plat., Dem.
II. as adj. = κοινός, Eur.

Chinese

原文音譯:koinwnÒj 虧挪挪士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:共有 是著(化) 相當於: (חֲבֶרֶת‎)
字義溯源:分享者,分擔者,同,同伴,伙伴,夥伴,陪伴,有分,相交;源自(κοινός)*=公用)。參讀 (ἑταῖρος)同義字
出現次數:總共(10);太(1);路(1);林前(2);林後(2);門(1);來(1);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 同伴(2) 林後1:7; 林後8:23;
2) 陪伴(1) 來10:33;
3) 同享者(1) 彼前5:1;
4) 分享者(1) 彼後1:4;
5) 為同伴(1) 門1:17;
6) 同(1) 太23:30;
7) 有分(1) 林前10:18;
8) 相交(1) 林前10:20;
9) 夥伴(1) 路5:10

English (Woodhouse)

accessory, associate, fellow, helper, partner, accessory to, implicated in, implicated, involved in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)