δυστυχία
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ἡ, A ill luck, ill fortune, E.Ba.388 (lyr.), al.; τοῦ πάθους ἡ δ. Th.6.55, etc.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, das Mißglücken, Unglüch, Eur. Suppl. 67 u. öfter; Thuc. 6, 55 Plat. Apol. 25 a u. A.
Greek (Liddell-Scott)
δυστῠχία: ἡ, κακὴ τύχη, ἀτυχία, Εὐρ. Βάκχ. 387 κ. ἀλλ., Θουκ. 6. 55, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malheur, mauvaise fortune.
Étymologie: δυστυχής.
Spanish (DGE)
(δυστῠχία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Thgn.1188, Democr.B 106
1 infortunio, desventura, desgracia φυγεῖν ... βαρεῖαν δυστυχίην Thgn.l.c., ἐν δὲ δυστυχίῃ (φίλον εὑρεῖν) πάντων ἀπορώτατον Democr.l.c., ἀνόμου τ' ἀφροσύνας τὸ τέλος δ. E.Ba.388, ἑλισσόμεσθ' ἐκεῖθεν ἐνθάδε δυστυχίαισιν εὐτυχίαις τε πάλιν E.Io 1505, πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν me has culpado de una gran desventura (la corrupción de la juventud), Pl.Ap.25a, cf. Isoc.2.12, ἐπέδειξαν δὲ καὶ ἐν ταῖς δυστυχίαις τὴν ἑαυτῶν ἀρετήν Lys.2.58, δυστυχίαις περιπίπτειν Aesop.99.3, ἐν δυστυχίαις διάξει Vett.Val.157.7, cf. I.AI 18.343, Gal.14.600, POxy.120.5 (IV d.C.), κάκωσις ἢ δ. Plu.2.24f, ἄρρητοι καὶ ἄπιστοι δυστυχίαι Plu.Luc.20, δ. ἀκούσιος D.C.52.33.8
•c. gen. subjet. τέκνων καὶ ... ἀπογόνων Arist.EN 1100a21, τῶν δεσποτῶν D.Chr.7.35, cf. D.H.2.3
•c. gen. explicativo τοῦ πάθους τῇ δυστυχίᾳ ὀνομασθέντα renombrado por la desgracia de su pasión amorosa Th.6.55
•c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ τὸν χρόνον ἀπολέσαι Gal.10.560
•rel. la guerra desastre, derrota c. gen. subjet. διὰ τὴν τῆς μοίρας δυστυχίαν X.HG 4.5.19, cf. D.S.16.20.
2 mala suerte αἱ δὲ τοιαῦται ἁμαρτίαι πρόσκεινται μὲν δυστυχίᾳ Philostr.VA 5.33, c. gen. subjet. Λιβύων Aristid.Or.26.70.
Greek Monolingual
και δυστυχιά, η (AM δυστυχία)
1. ατυχία, κακοτυχία («πολλὴν γ' ἐμοῡ κατέγνωκας δυστυχίαν», Πλάτ.)
2. η κατάσταση του δυστυχούς, συμφορά, η δυστυχία τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην»)
νεοελλ.
1. δυστύχημα («τον βρήκαν πολλές δυστυχίες»)
2. οικονομική εξαθλίωση
αρχ.
στρατιωτική καταστροφή.
Greek Monotonic
δυστῠχία: ἡ, κακή τύχη, ατυχία, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δυστῠχία: ἡ тж. pl. несчастная судьба, несчастье Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
δυστῠχία, ἡ, [from δυστῠχής]
ill luck, ill fortune, Eur., Thuc., etc.