ἀπόλεμος

From LSJ
Revision as of 10:30, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλεμος Medium diacritics: ἀπόλεμος Low diacritics: απόλεμος Capitals: ΑΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: apólemos Transliteration B: apolemos Transliteration C: apolemos Beta Code: a)po/lemos

English (LSJ)

Ep. ἀπτόλεμος, ον, A unwarlike, ἀ. καὶ ἄναλκις Il.2.201, al., cf. X.Cyr.7.4.1, Jul.Or.2.87a; ἀ. χειρὶ λείψεις βίον, i.e. by a woman's hand, E.Hec.1034 (lyr.). 2 unwarlike, peaceful, εὐνομία Pi.P.5.66; εὐναί E.Med.640; ἡσυχία D.H.2.76, etc. Adv. -μως, ἴσχειν Pl.Plt.307e. II invincible, A.Ag.768, Ch.55 (lyr.). III πόλεμος ἀ. a war that is no war, a hopeless struggle, Id.Pr.904 (lyr.) (Dind. metri gr. proposes ἀπολέμιστος), E.HF1133.

German (Pape)

[Seite 311] 1) krieglos, ἡσυχία D. Hal. 2, 76; unkriegerisch; friedlich, εὐνομία Pind. P. 5, 62; Μοῦσα Plat. Legg. VII, 815 d; γεωργός Plut. Cim. 11; im Kriege unerfahren, Xen. Cyr. 7, 4, 1; zum Kriege untauglich, βάκτρον Βάκχου, Thyrsusstab, Eur. Ion. 217; Plat. Rep. V, 456 a; ἀπολέμως ἔχειν Polit. 307 e; Xen. Cyr. 8, 1, 47 u. Sp. – 2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen, δαίμων Aesch. Ag. 746; σέβας Ch. 53; – πόλεμος ἀπ., ein Unglückskrieg, der nicht zu kämpfen, Prom. 906; Eur. Herc. fur. 1133.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεμος: Ἐπ. ἀπτόλεμος, ον, ὁ ἄπειρος πολέμου, ὁ μὴ πολεμικός, ἀκτάλληλος πρὸς πόλεμον, ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις Ἰλ. Β. 201, κτλ. πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1· ἀπολέμῳ χειρὶ λείψεις βίον, ὃ ἐ. διὰ χειρὸς γυναικός, Εὐρ. Ἑκ. 1034. 2) ὁ μὴ πολεμικός, ὁ τὴν εἰρήνην φιλῶν, εὐνομία Πινδ. Π. 89· εὐναὶ Εὐρ. Μήδ. 641· ἡσυχία Διον. Ἁλ. 2. 76 κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν. Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. ΙΙ. ἄμαχος, ἀήττητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 769, Χο. 54. ΙΙΙ. ἀπόλεμος ὅδε γ’ ὁ πόλεμος, ἄνευ τινὸς ἐλπίδος ἐπιτυχίας ὡς γινόμενος πρὸς κρείσσονας, ὁ αὐτ. Πρ. 904 (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου προτείνει ἀπολέμιστος), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1133.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui ne fait pas la guerre :
1 non belliqueux, pacifique;
2 impropre à la guerre;
II. qu’on ne peut vaincre à la guerre, invincible;
III. πόλεμος ἀπόλεμος ESCHL guerre qui n’est pas une guerre, càd qu’on ne peut soutenir, funeste.
Étymologie: ἀ, πόλεμος.

English (Slater)

ᾰπόλεμος, -ον
   1 without war ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν (P. 5.66)

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ép. ἀπτόλεμος Il.9.35, etc.
I 1no guerrero, poco belicoso de pers. φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον καὶ ἀνάλκιδα de Diomedes Il.l.c., de los aqueos Il.9.41, οἱ Ἀσιηνοί Hp.Aër.16, de un persa, X.Cyr.7.4.1, de unos guardianes, Iul.Or.3.87a, ἀπολέμῳ δὲ χειρὶ λείψεις βίον perderás la vida por mano no guerrera e.d. de mujer, E.Hec.1033, ἡ (γυνή) Pl.R.456a.
2 pacífico, alejado de la guerra de cosas y abstr. εὐνομία Pi.P.5.66, los tirsos dionisíacos, E.Io 216, εὐναί E.Med.641, ἀπόλεμος χρόνος tiempo de paz, Com.Adesp.846, ἡσυχία D.H.2.76, εἰρήνη Ph.1.572, βίος Ph.2.383.
II 1invencible δαίμων A.A.768, σέβας A.Ch.55.
2 ἀπόλεμος ... πόλεμος guerra que no es guerra, en que no hay victoria de la de un mortal contra un dios, A.Pr.904, un padre contra sus hijos, E.HF 1133, ἀ. ἅμιλλα enfrentamiento incruento Plu.2.784f.
III adv. -ως sin belicosidad ἀπολέμως ἴσχοντες comportándose con total carencia de combatividad Pl.Plt.307e.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόλεμος, -ον)
όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει
νεοελλ.
ακατάλληλος για πόλεμο
αρχ.
1. ειρηνόφιλος
2. αήττητος, ακαταμάχητος.

Greek Monotonic

ἀπόλεμος: Επικ. ἀ-πτόλεμος, -ον·
I. 1. αυτός που δεν έχει εμπειρία στον πόλεμο, ακατάλληλος για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. ειρηνόφιλος, σε Ευρ.
II. ακαταμάχητος, ανίκητος, σε Αισχύλ.
III. πόλεμος ἀπόλεμος, πόλεμος που κατ' ουσίαν δεν είναι πόλεμος, η άπελπις πολεμική αντιπαράθεση με υπερτέρους αντιπάλους, στον ίδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλεμος: эп. ἀπτόλεμος 2
1) невоинственный, миролюбивый (εὐνομία Pind.; εὐναί Eur.; γεωργός Plut.);
2) не умеющий воевать, слабый (ἀ. καὶ ἄναλκις Hom.; ἀνήρ Xen.);
3) непобедимый, неодолимый (δαίμων Aesch.);
4) (о войне) злополучный, безнадежный (πόλεμος ἀ. Aesch., Eur.).

Middle Liddell


I. unwarlike, unfit for war, Il., Eur.
2. peaceful, Eur.
II. not to be warred on, invincible, Aesch.
III. πόλεμος ἀπόλεμος a war that is no war, a hopeless struggle, Aesch., Eur.