ἔνος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
(A), ὁ, A year, Lyd.Mens.4.1, Hsch.
ἔνος (B), η, ον, found only in oblique cases of fem., gen. ἔνης, Ep. ἔνηφι, dat. ἔνῃ, acc. ἔνην, in the sense of εἰς τρίτην, A the day after tomorrow: ἔς τ' αὔριον ἔς τε ἔνηφιν Hes.Op.410 (v.l. ἔς τ' ἔννηφι); gen. ἔνης Ar.Ec.796, Dor. ἔνας Theoc.18.14; εἰς ἔνην Ar.Ach.172; αὔριον <καὶ> τῇ ἔνῃ Antipho 6.21; ἐς ἔνης ἡ prob. l. (for ἐς ἔνης ἡ σή) in D.C. 47.41; cf. ἔναρ· ἐς τρίτην (Lacon.), Hsch., and v. ἐπέναρ. (Demonstr. stem eno- (ono-), cf. Umbr. enom 'tum', Slav. onǔ 'he'.)
German (Pape)
[Seite 850] od. ἕνος, η, ον, jährig, vom vorigen Jahre her; ἔναι ἀρχαί, die Obrigkeiten vom vorigen Jahre, Dem. 25, 20, ταῖς νέαις entgeggstzt; vgl. Ath. III, 17 f. vom Pflanzentriebe; übh. veraltet, verjährt, Theophr. Zur Erkl. des ἔνη καὶ νέα (s. oben unter ἔνη) sagt Plat. Crat. 409 b νέον δέ που καὶ ἔνον ἀεί ἐστι τὸ φῶς, ἔνον δὲ ὑπάρχει τὸ τοῦ προτέρου μηνός. od. ἕνος, = ἐνιαυτός, VLL., wohl nur zur Ableitung angenommen; vgl. annus.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνος: -η, -ον, ἀπαντῶν μόνον ἐν ταῖς πλαγ. πτώσεσι τοῦ θηλ., γεν. ἔνης καὶ Ἐπικ. ἔννηφι, δοτ. ἔνῃ, αἰτ. ἔνην, μετὰ σημασ. εἰς τρίτην, Λατ. perendie, μεθαύριον, ἔς τ’ αὔριον ἔς τ’ ἔννηφιν (Ἐπικ. γεν. κειμένη ἐπιρρηματικῶς) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 408· γεν. ἔνης, θάρρει, καταθήσεις, κἂν ἔνης ἔλθῃς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 796, Δωρ. ἔνας, καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ Θεόκρ. 18. 14· εἰς ἔνην Ἀριστοφ. Ἀχ. 172· αὔριον καὶ τῇ ἔνῃ (ἔνθα τὸ καὶ προσετέθη ὑπὸ τοῦ Reiske) Ἀντιφῶν 143. 44· ἐσένης πιθ. γραφ. ἐν Δίωνι Κ. 47. 41· οὕτως ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡς Λακωνικὸν τύπον τὸ ἔναρ καὶ ἑρμηνεύει: «εἰς τρίτην», καὶ ἐπέναρ «εἰς τετάρτην». (Κοινῶς ταυτίζεται τῷ εἷς, ἑνὸς (πρβλ. per-en-die), ἴδε Ἕρμανν. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1137. - Ἀλλ’ οἱ προμνημονευθέντες τύποι οὐδέποτε ἀπαντῶσι μετὰ δασείας· καὶ ὁ Κούρτιος παραβάλλει τὸ ἔνος, ὡς τὸ ἔνιοι πρὸς τὸ anyas, ὁ ἕτερος, τὴν ἑτέραν μετὰ τὴν αὔριον, δηλ. μεθαύριον. - Δὲν φαίνεται δὲ νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὴν ἑπομένην λέξιν.
French (Bailly abrégé)
3v. ἕνος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 año ἔνον τὸν ἐνιαυτὸν Ἕλληνες εἶπον Lyd.Mens.4.1, cf. Hdn.Gr.1.176, Ammon.Diff.394, Apollon.Lex.748, Ptol.Vocab.π 128, Orio 69.20, Epim.Hom.Il.1.1 (p.56).
2 cosecha anual Hsch.
• Etimología: Prob. de un antiguo *enos, cf. δίενος, τετραένης, ἦνις, y c. r. en grado ø, lituan. pérnai ‘el año pasado’, etc. < ἔνος ἕνος > ἔνος, -η, -ον
• Alolema(s): dór. gen. ἔνας Theoc.18.14; lacon. ἔναρ Hsch.
• Morfología: [sólo en casos obl. del fem. c. valor adv., en ac. solo en la expr. εἰς ἔνην (sc. ἡμέραν) c. mismo sent. y tb. en la forma ἔνηφι; frec. c. espír. áspero en edd.]
pasado mañana μηδ' ἀναβάλλεσθαι ἔς τ' αὔριον ἔς τε ἔνηφι no dejar (nada) para mañana ni para pasado mañana Hes.Op.410, en gen. κἂν ἕνης ἔλθῃς Ar.Ec.796, καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ pasado mañana y al día siguiente Theoc.l.c., cf. Hdn.Gr.2.555, Hsch., en dat. αὔριον <καὶ> τῇ ἔνῃ Antipho 6.21, c. εἰς en ac.: παρεῖναι δ' εἰς ἕνην Ar.Ach.172, dud. c. gen. ἐς ἔνης D.C.47.41.2.
• Etimología: Antiguo tema pron. deíctico *eno conservado en gr. ἔνη, het. eni-, anni, aesl. onŭ y en comp., cf. ἐκεῖνος, aisl. hinn.
Greek Monolingual
(I)
ἔνος, ο (Α)
το έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ' απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. του -ενος βλ. λ. ενιαυτός)].
(II)
ἔνος, -η, -ον (Α)
(μόνο σε πλάγ. πτώσεις του θηλ.) μεθαύριο («ἐς τ' αὔριον ἐς τ' ἔννηφιν», «καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλυκού ένη σε επιρρηματικές εκφράσεις. Ανάγεται σε ΙE eno-, που είναι δεικτική αντωνυμία και χρησιμοποιείται για απομακρυσμένα αντικείμενα (πρβλ. εκείνος)].
(III)
ἕνος, -η, -ον (Α)
1. παλιότερος
2. γεν. παλιός, περασμένος
3. περυσινός
4. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) προ πολλού
5. φρ. «ἕνη καὶ νέα (ενν. ημέρα)» — η παλιά και νέα ημέρα, η τελευταία ημέρα του μήνα («Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο επίθετο με απαθή βαθμίδα ρίζας < ΙΕ senos. Στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ με τη σημ. «γέρος», για την οποία υπήρχε η λ. γέρων. Στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες απαντά τόσο με τη σημ. «παλιός» (πρβλ. αρμεν. hin, λιθ. sēnas, αρχ. ινδ. sana-, αρχ. ιρλ. sen κ.ά.), όσο και με τη σημ. «γέρος» στην Κελτική, τη Λιθουανική και τη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. sineigs «πρεσβύτης», αβεστ. hana-). Στη Λατινική χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με τη δεύτερη σημ.
πρβλ. senex «γέρος»].
Greek Monotonic
ἔνος: -η, -ον, μεθαυριανός, Λατ. perendie, μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλ., γεν. ἔνης, Επικ. ἔννηφι (ενν. ἡμέρας), σε Ησίοδ.· Δωρ. ἔνας, σε Θεόκρ.· εἰς ἔνην, σε Αριστοφ.
• ἔνος: ὁ, = το Λατ. annus, χρόνος, έτος, απ' όπου ἐνιαυτός, πρβλ. ἄφ-ενος, Λατ. bi-ennis, κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνος: и ἕνος 3 прошлогодний (ἀρχαί Dem.). - см. тж. ἔνη или ἕνη.
Middle Liddell
= the Lat. annus, a year, hence ἐνιαυτός, cf. ἄφ-ενος, Lat. bi-ennis, etc.