ἄνισος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον (η, ον Aesar. ap. Stob.1.49.27), A unequal, uneven, Hp. Fract.37, Pl.Ti.36d, etc.; τὸ ἄ. inequality, Arist.EN1129b1, etc.; ἄ. πολιτεία, of an oligarchy, Aeschin.1.30: so of persons, οἱ ἄ. Arist. Pol.1280a13; ἄ. κατά τι ib.23; but also, not content with equality or justice, unjust, Id.EN1129a33, 1129b10; unfair, χεῖρες AP9.263 (Antiphil.). Adv. unequally, Hp.Art.61; unfairly, ἀ. σχεῖν πρός τινας D.24.168; ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24.
German (Pape)
[Seite 238] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, πολιτεία, steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα Dem. 24, 168.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῐσος: -ον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: (ἴσος), ὁ μὴ ἴσος, ἄνισος, ἀνώμαλος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ ἄνισον = ἡ ἀνισότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. πολιτεία, περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― οὕτως ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ ἄνισον δοκεῖ δίκαιον εἶναι... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι αὐτόθι 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, ἄδικος, «ὄχι ἴσος ἄνθρωπος», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, ἄδικος: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν πρός τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inégal ; ἄνισος πολιτεία ESCHN gouvernement oligarchique;
2 inique, partial.
Étymologie: ἀ, ἴσος.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η Aesar.p.51, Syrian.in Hermog.1.100.13]
I 1desigual τὰ τοῦ πήχεως ὀστέα Hp.Fract.37, αἱ σχαλίδες X.Cyn.2.7, μήκη χρόνων Ph.1.143
•geom. αἱ τῶν τμημάτων ἐπιφάνειαι Democr.B 155, cf. Chrysipp.Stoic.2.160, πλευραί Pl.Ti.54c, Euc.1 Def.20
•fig. de pers. Arist.Pol.1280a13, 23, μάχη Plb.10.12.6, συνθήκη Plb.12.16.12, ἀγών Ph.1.198
•c. dat. ἄνισος ἀρεταῖς παναρχόντων γόνος PMasp.120ue.F 24, cf. 131ue.A 7 (VI d.C.).
2 injusto de pers., Arist.EN 1129a33, 1129b10, χεῖρες AP 9.263 (Antiphil.)
•subst. τὸ ἄ. lo injusto D.26.13.
3 de números impar οἱ παλαιοὶ ἄνισον τὴν δυάδα ἐκάλουν Theol.Ar.10
•subst. τὸ ἄ. op. τὸ ἄρτιον Meth.Symp.3.3.
II adv. -ως injustamente ἀνίσως ... ἔσχε πρὸς ὑμᾶς Ἀνδροτίων D.24.168, ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24, μερίζειν ... ἀ. Plb.38.15.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄνισος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο
2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός
νεοελλ.
ακανόνιστος, ασύμμετρος
μσν.
ανόμοιος, διαφορετικός
αρχ.
φρ.
1. «άνισος πολιτεία» — η ολιγαρχία
2. οἱ ἄνισοι
οι ολιγαρχικοί
3. τὸ ἄνισον
η ανισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ίσος.
ΠΑΡ. ανισότητα
αρχ.
ανισώ (II), ανίσως (II), ανίσωση (-ις) (II).
ΣΥΝΘ. ανισεπίπεδος, ανισοβαρής, ανισογώνιος
αρχ.
ανισήλικος, ανισοδιάστατος, ανισολαμπής
νεοελλ.
ανίσανθα, ανισοβύθιστος, ανισογαμία, ανισομεγέθης, ανισομερής, ανισοπλία, ανισόψηφος].
Greek Monotonic
ἄνῐσος: -ον (ἴσος), άνισος, ασύμμετρος, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. ἀνίσως, άδικα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνῐσος:
1) неравный (κόκλοι Plat.; μέτροι, ἄ. μάχη πρός τινα Plut.);
2) неравноправный: ἡ ἄ. πολιτεία Aeschin. = ὀλιγαρχια;
3) униженный, жалкий (βίος Plut.);
4) несправедливый (ὁ ἄδικος ἄ. sc. ἐστιν Arst.).
Middle Liddell
ἴσος
unequal, uneven, Plat., etc.:—adv., ἀνίσως, unfairly, Dem.