στεῖρος
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
ον E.Andr.711, A barren, of females, ἣ στεῖρος (v.l. for στερρὸς (B)) οὖσα μόσχος E. l.c.; εὐνούχους στείρους Man.1.125.
German (Pape)
[Seite 933] (στεῤῥός, eigtl. starr, steif, vgl. στέριφος), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.
Greek (Liddell-Scott)
στεῖρος: ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ στέριφος ΙΙ, στεῖρος, ἄγονος, Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. στεῖρα, ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
adj. f. c. στεῖρα;
adj. m. eunuque.
Étymologie: p. *στέρjος, cf. lat. sterilis.
English (Thayer)
στεῖρα, στειρον (equivalent to στερρός, στερεός which see; whence German starr, Latin sterilis), hard, stiff; of men and animals, barren: of a woman who does not conceive, Homer, Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.)
Greek Monolingual
-α, -ο / στεῑρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και στερρός, -όν, Α
αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.
β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)
νεοελλ.
1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή) άγονος, χωρίς αποτέλεσμα, ατελέσφορος («στείρα αντιπαράθεση»)
2. μη παραγωγικός, άκαρπος («στείρο έδαφος»)
3. καθετί που δεν περιέχει μικροβιακά σπόρια ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης
4. το θηλ. ως ουσ. η στείρα
ονομασία του ψαριού πολυπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στεῖρος σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, παρθένα» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του άγονου, αυτού που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει].
Greek Monotonic
στεῖρος: -ον, = στερρός II, στείρος, αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, άγονος, στέρφος, Λατ. sterilis, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεῖρος, -α, -ον onvruchtbaar, steriel:. ἦν ἡ Ἐλισάβετ στεῖρα Elizabeth was onvruchtbaar NT Luc. 1.7.
Russian (Dvoretsky)
στεῖρος: яловый, бесплодный (ἡ μόσχος Eur.; δένδρον Arst.).