εὔγναμπτος

From LSJ
Revision as of 10:37, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγναμπτος Medium diacritics: εὔγναμπτος Low diacritics: εύγναμπτος Capitals: ΕΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúgnamptos Transliteration B: eugnamptos Transliteration C: eygnamptos Beta Code: eu)/gnamptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰγν-, ον, well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).

German (Pape)

[Seite 1060] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγναμπτος: Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, καλῶς ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· περόνη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰγναμπτος;
ος, ον :
artistement courbé, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, γνάμπτω.

English (Autenrieth)

ἐύγ. (γνάμπτω): gracefully bent, Od. 18.294†.

Greek Monolingual

εὔγναμπτος, -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)
ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»].

Greek Monotonic

εὔγναμπτος: Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔγναμπτος: эп. ἐΰγναμπτος, v.l. ἐϋγναμπτός 2 красиво изогнутый, изящно загнутый (κληΐς Hom.; ἕλιξ HH).

Middle Liddell

well-bent, Od.