κεφάλαιος

From LSJ
Revision as of 12:05, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφάλαιος Medium diacritics: κεφάλαιος Low diacritics: κεφάλαιος Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΟΣ
Transliteration A: kephálaios Transliteration B: kephalaios Transliteration C: kefalaios Beta Code: kefa/laios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, (κεφαλή) A of the head: metaph., principal, chief, ῥῆμα κεφάλαιον (with a play on κεφαλίτης λίθος) Ar.Ra.854; τὸ κεφάλαιον μέρος PMasp.151.16 (vi A.D.): Sup. κεφαλαιότατος v.l. in Pl.Grg.494e. II mostly Subst. κεφάλαιον, τό = κεφαλή, head, parts about the head, especially of fish, θύννου κ. τοδί Callias Com.3: in plural, Amphis 35, Sotad. Com.1.5; also κεφάλαιον ῥαφανῖδος Ar.Nu.981; of an infant, Leonid. ap. Aët.6.1. 2 chief or main point, κεφάλαιον δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν Pl.Lg.643c; especially in speaking or writing, sum, gist of the matter, κεφάλαια λόγων Pi.P.4.116; κ. τοῦ παντὸς λόγου Men.Georg. 75, cf. Cic.Att.5.18.1; τὰ κεφάλαια συγγράφων Εὐριπίδῃ drawing up the heads of the play, Antiph.113.5: freq. in Prose, Th.4.50, Pl.Grg. 453a, etc.; κ. τῶν εἰρημένων Isoc.3.62, cf. 5.154; κ. τῆς οἰκονομίας Phld.Rh.1.68 S. (pl.); ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν or ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν = to speak summarily, X.Cyr.6.3.18, Pl.Smp.186c, al.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδείξειν, περιλαβεῖν τι, Th.6.87, Lys.13.33, Isoc.2.9; βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Th.1.36; τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (v.l. κεφαλαίῳ), opp. ἀκριβέστερον, Arist.EN1107b14; ἐπὶ κ. Plb.1.65.5, 3.5.9; ἐπὶ κεφαλαίων D.19.315, etc.; especially in an argument, summing up, ἐν κεφαλαίοις Pl.Ti. 26c; κεφαλαίῳ δέ... Lat. denique, Decr. ap. D.18.164; τὸ δ' οὖν κεφάλαιον ib.213; τὸ δὲ κεφάλαιον τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Men.531.10; συναγαγεῖν τὸ κεφάλαιον = to sum up, Arist.Metaph. 1042a4. 3 metaph., of persons, the head or chief, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, of Pericles, Eup.93; τὸ κεφάλαιον οὐδέπω λογίζομαι, τὸν δεσπότην Men.Pk.173; ὅ τι περ τὸ κεφάλαιον Luc.Harm. 3, Gall.24, Philops.6; τὰ κεφάλαια τῶν μαθημάτων, of philosophers, Id.Pisc. 14; τὸ κεφάλαιον τοῦ πολέμου App.BC5.50; οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν ib.43; τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κεφάλαιον Jul.Or.3.125d: hence, of qualities, etc., σχεδόν τι τὸ κεφάλαιον τῶν κακῶν (sc. avarice) Apollod. Gel.4; τὸ κεφάλαιον τῆς εὐδαιμονίαςδιάθεσις Diog.Oen.57. 4 Rhet., head, topic of argument, D.H.Comp.1, Rh.10.5, Str.1.2.31. 5 of money, capital, opp. interest or income, Pl.Lg.742c, D.27.64, etc. b sum total, IG12.91.23, al., Lys.19.40, D.27.10; πολλοῦ κεφαλαίου for a large sum, Act. Ap.22.28, cf. Aristeas 24, Plu.Fab.4, etc.; κεφάλαια ἀργυρικά PRyl.133.15 (i A.D.); also σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ κεφάλαια PSI4.281.31 (ii A.D.). 6 crown, completion of a thing, τὸ μὲν κεφάλαιον τῶν ἀδικημάτων the crowning act of wrong, D.27.7; δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κ. ἐφ' ἅπασι… ἐπέθηκε Id.21.18. 7 chapter, section, PGnom.Prooem., Ammon.in Int.1.17, al., Chor.in Hermes 17.223; distinguished from τίτλος, Suid. s.h.v.

Greek (Liddell-Scott)

κεφάλαιος: -α, -ον, (κεφαλὴ) ἀνήκων εἰς τὴν κεφαλήν· μεταφορ. ὡς τὸ λατ. capitalis, πρῶτος, κύριος, ρῆμα κεφ. (μετὰ λογοπαιχνίου ἐπὶ τοῦ κεφαλίτης λίθος) Ἀριστοφ. Βάτρ. 854. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ. κεφάλαιον, τό, = κεφαλή, τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν μέρη, ἰδίως τοῦ ἰχθύος, θύννου τε κεφάλαιον τοδὶ Καλλ. ἐν «Κύκλωψι» 1· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Φιλεταίρῳ» 1, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 5· ― ὡσαύτως, κ. ῥαφανῖδος Ἀριστ. Νεφ. 981. 2) τὸ κύριον, τὸ πρώτιστον, τὸ σπουδαιότατον ζήτημαμέρος, κ. δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφὴν Πλάτ. Νόμ. 643D· ― ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, τὸ σύνολον τῆς ὑποθέσεως, κεφάλαια λόγων Πινδ. Π. 4. 206· τὰ κ. συγγράφων Εὐριπίδῃ, γράφων ἢ ὁρίζων τὰ σπουδαιότερα μέρη τοῦ δράματος, Ἀντιφάν. ἐν «Καρσὶ» 1. 5· συχνὸν παρὰ πεζογράφοις, Θουκυδ. 4. 50, Πλάτ. Γοργ. 453Α, κτλ.· κ. τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 39D, πρβλ. 113Β· ἐν κεφαλαίῳ, ἢ ὡς ἐν κ. εἰπεῖν, ἵνα εἴπῃ τις κεφαλαιωδῶς, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 18, Πλάτ. Συμπ. 186C, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδεῖξαι, περιλαβεῖν τι Θουκ. 6. 87, Λυσ. 132. ἐν τέλ., Ἰσοκρ. 16D, κτλ.· βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Θουκ. 1. 36· οὕτως, ἐπὶ κεφαλαίου, τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (οὕτως ἀναγνωστ. ἀντὶ -αίῳ), ἀντίθετ. τῷ ἀκριβῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 2. 7, 5, πρβλ. Πολύβ. 1. 65, 5., 3. 5, 9, Λουκ. Νιγρ. 1· ἐπὶ κεφαλαίων Δημ. 442. 21, κτλ.· ― ἰδίως ἐν ἀνακεφαλαιώσει ἐπιχειρήματος, ἐν συγκεφαλαιώσει, Πλάτ. Τίμ. 26· κεφαλαίῳ δε.., λατ. denique, ψήφισμ. παρὰ Δημ. 282. 12· τὸ δ’ οὖν κεφάλαιον ὁ αὐτὸς 299. 3· τὸ δὲ κ. τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 2. 10· συνάγειν τὸ κ., συγκεφαλαιοῦν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 1. 3) ἐπὶ προσώπων, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός, ὁ πρῶτος, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 5· ἐν ᾗ φράσει μεταγεν. συγγραφεῖς παρενέβαλλον τὸ ἄρθρον ὅ τι περ τὸ κ., Λουκ. Ἁρμον. 3, Ἐνύπν. 24, Φιλοψ. 6. κτλ.)· τὰ κ. τῶν μαθημάτων, ἐπὶ φιλοσόφων, Λουκ. Ἁλ. 14· τὸ κ. τοῦ πολέμου Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 50· οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν αὐτόθι 43· οὕτω, σχεδόν τι τὸ κ. τῶν κακῶν (δηλ. ἡ φιλαργυρία) Ἀπολλόδ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2. 4) Ρητ. διαίρεσις, περίληψις ἐπιχειρήματος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 10. 5, Κυιντιλ. 3. 11, 27. 5) ἐπὶ χρημάτων ὡς καὶ νῦν, τὸ κεφάλαιον, Λατ. caput, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν τόκον ἢ τὸ εἰσόδημα, Πλάτ. Νόμ. 724C, Δημ. 834. 5, κτλ.· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, β) τὸ ὅλον τὸ ἐκ τῆς ἀθροίσεως ἐξαγόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 22., 144. 19, κ. ἀλλ., Λυσ. 115. 27, Δημ. 816. 15· πρβλ. ἀρχαῖον. γ) κεφαλικὸς φόρος, Βυζ. 6) ὡς τὸ κεφαλὴ IV. 2, ἡ κορυφὴ ἢ συμπλήρωσις παντὸς πράγματος, τὸ μὲν κ. τῶν ἀδικημάτων, ἡ μεγίστη ἀδικία, Δημ. 815. 6· κ. ἐπιτιθέναι ἐπί τινι, λατ. corollam imponere rei, Πλάτ. Γοργ. 505D, Τίμ. 69Α· δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ᾿ ἅπασι... ἐπέθηκε Δημ. 520. 27. 7) παρὰ μεταγενεστέροις, διαίρεσις βιβλίου, κεφάλαιον, λατ. caput, Ἀμμών., Ἐκκλ.

English (Slater)

κεφάλαιος n. pl., pro subs., chief points “τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” (P. 4.116)

Greek Monolingual

κεφάλαιος, -αία, -ον (Α) κεφαλή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή
2. μτφ. αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, κύριος, σημαντικός, κεφαλαιώδης.

Greek Monotonic

κεφάλαιος: -α, -ον (κεφαλή),
I. 1. λέγεται για το κεφάλι· μεταφ., όπως το Λατ. capitalis, αρχικός, κύριος, πρώτος, σε Αριστοφ.
II. 1. ως ουσ., κεφάλαιον, τό, το κεφάλι, στον ίδ.
2. το κύριο ή βασικό σημείο, η ουσία του ζητήματος, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐν κεφαλαίῳ ή ὡς ἐν. κ., εἰπεῖν, μιλώ συνοπτικά, περιληπτικά, σε Ξεν. κ.λπ.· ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι ἀποδεῖξαι, περιλαβεῖν τι, σε Θουκ.
3. λέγεται για προσωπα, η κεφαλή, ο αρχηγός, σε Λουκ.
4. λέγεται για χρήματα, το κεφάλαιο, Λατ. caput, αντίθ. προς τον τόκο, σε Πλάτ. κ.λπ.· το συνολικό άθροισμα, σε Δημ.
5. επιστέγασμα, ολοκλήρωση ενός πράγματος, μέγιστη αδικία, στον ίδ.· κ. ἐπιτιθέναι ἐπί τινι, Λατ. corollam imponere rei, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφάλαιος -α -ον [κεφαλή] hoofd-, overdr. voornaamste.

Middle Liddell

κεφάλαιος, η, ον κεφαλή
I. of the head: metaph., like Lat. capitalis, principal, Ar.
II. as substantive, κεφάλαιον, ου, τό, the head, Ar.
2. the chief or main point, the sum of the matter, Pind., Thuc., etc.; ἐν κεφαλαίῳ, or ὡς ἐν κ., εἰπεῖν to speak summarily, Xen., etc.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδεῖξαι, περιλαβεῖν τι Thuc.
3. of persons, the head or chief, Luc.
4. of money, the capital, Lat. caput, Opp. to interest, Plat., etc.: the sum total, Dem.
5. the crown, completion of a thing, a crowning act of wrong, Dem.; κ. ἐπιτιθέναι ἐπί τινι, Lat. corollam imponere rei, Plat.