παραυτίκα
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
Adv.
A = πάραυτα, A.Supp.767, Hdt.2.89, 6.35, etc.; ἢ καὶ παραυτίκα ἢ χρόνῳ E.Fr.273; τὸ παραυτίκα Hdt.1.19, 7.137, Ar.V.833, etc.; ἐκ τοῦ παραυτίκα Plu.Cor.20; ἐν τῷ παραυτίκα Th.2.11, Pl.Phdr. 240b, etc.
2 with Substs., Ἅιδην τὸν παραυτίκα ἐκφυγεῖν = present death, E.Alc. 13; ἡ παραυτίκα λαμπρότης = momentary splendour, Th. 2.64; ἡ παραυτίκα ἐλπίς Id.8.82; αἱ παραυτίκα ἡδοναί X. Cyr.1.5.9, 8.1.32; τὸ παραυτίκα ἡδύ Pl.Phdr.239a.
German (Pape)
[Seite 505] adv., = Vorigem; Aesch. Suppl. 748; Ἅιδην τὸν παραυτίκα ἐκφυγεῖν, Eur. Alc. 12; τὸ παρ., Her. 1, 19. 7, 137; εἰ δέ τις τὸ παρ. μὴ ἐθέλοι συμμαχεῖν, Thuc. 2, 64; τὴν παρ. ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, 8, 82; ἐν τῷ παραυτίκα, für den Augenblick, momentan, Plat. Phaedr. 240 b; στέρεσθαι τοῦ παραυτίκα ἡδέος, 239 a, vgl. Heind. zu Prot. §. 106; bes. von dem Vergnügen, das man auf der Stelle leicht genießen kann, das aber eben so schnell vergeht, vgl. Xen. Cyr. 1, 5, 9. 8, 1, 32, ὁ ὑπὸ τῶν παρ. ἡδονῶν ἑλκόμενος, im Ggstz von ὁ προπονεῖν ἐθέλων τῶν εὐφροσυνῶν; auch Dem. ἡ παρ. ἡδονή, 6, 27, wo entgeggstzt ist τό ποθ' ὕστερον συνοίσειν μέλλον, vgl. 3, 22; ἡ παρ. ἡσυχία, 17, 13; Isocr. 1, 17; λέγειν ἐκ τοῦ παραυτίκα, aus dem Stegereif, Alcid. de soph. p. 674, 31 u. öfter; Pol. 4, 32, 1; παρ. μὲν εὐθέως συνέβη, 35, 1, 13; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παραυτίκᾰ: Ἐπίρρ., παρευθύς, Λατ. illico, (πρβλ. τὸ προηγ.), Ἡρόδ. 2. 89., 6. 35, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767, κλ.· ἢ καὶ παραυτίκα ἢ χρόνῳ Εὐρ. Ἀποσπαραυτίκα 275· ὡσαύτως, τὸ παραυτίκα Ἡρόδ. 1. 19., 7. 137, κτλ.· ὁμοίως, ἐκ τοῦ παραυτίκα Πλουτ. Κοριολ. 20· ἐν τῷ παραυτίκα Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β, κτλ. 2) μετὰ οὐσιαστικῶν πρὸς δήλωσιν βραχείας διαρκείας, Ἄιδην τὸν παραυτίκα ἐκφυγεῖν, τὸν παρόντα, τὸν ἀμέσως ἐπικείμενον θάνατον, Εὐρ. Ἄλκ. 13· ἡ παραυτίκα λαμπρότης, στιγμιαία, ὀλιγοχρόνιος, Θουκ. 2. 64· ἡ παραυτίκα ἐλπὶς ὁ αὐτ. 8. 82· αἱ παραυτίκα ἡδοναὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 5, 9., 8. 1, 32· τὸ παραυτίκα ἡδὺ Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α.
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'instant même, sur-le-champ, aussitôt ; τὸ παραυτίκα HDT, ἐκ τοῦ παραυτίκα PLUT, ἐν τῷ παραυτίκα (χρόνῳ) THC, m. sign. ; ἡ παραυτίκα ἐλπίς THC l'espérance du moment.
Étymologie: παρά, αὐτίκα.
English (Strong)
from παρά and a derivative of αὐτός; at the very instant, i.e. momentary: but for a moment.
English (Thayer)
(cf. Buttmann, § 146,4), adverb, for the moment: Xenophon, Plato, and following.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ.
β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.)
αρχ.
1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα
ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.)
2. (με ουσ.) δηλώνει σύντομη διάρκεια ή γεγονός που επίκειται («ὁ παραυτίκα Ἄιδης» — ο παρών, ο επικείμενος θάνατος, Ευρ.)
3. (ποσ.) μόλις («τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως», ΚΔ)
5. φρ. α) «ή παραυτίκα λαμπρότης» — η στιγμιαία, η ολιγοχρόνια λαμπρότητα (Θουκ.)
β) «ἡ παραυτίκα ἐλπίς» — η πρόσκαιρη ελπίδα (Ξεν.)
γ) «τὸ παραυτίκα ἡδύ» — η εφήμερη ευχαρίστηση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αὐτίκα «ευθύς, αμέσως»].
Russian (Dvoretsky)
παραυτίκᾰ: (ῐ) adv. (преимущ. τὸ παραυτίκα) теперь же, в настоящий момент, сейчас, тотчас же: ἐκ τοῦ παραυτίκα Plut. и ἐν τῷ παραυτίκα Thuc. в данную минуту, немедленно, тут же: τὸ παραυτίκα ἡδύ Plat. минутное наслаждение; ἡ παραυτίκα ἐλπίς Thuc. блеснувшая в этот момент надежда.
Middle Liddell
1. immediately, forthwith, straightway, Lat. illico, Hdt.; also, τὸ παραυτίκα Hdt.; ἐν τῷ παραυτίκα Thuc.
2. with Substantives, to express brief duration, Ἅιδην τὸν παραυτίκα present death, Eur.; ἡ παραυτίκα λαμπρότης momentary splendour, Thuc.; ἡ παραυτίκα ἐλπίς Thuc.
Chinese
原文音譯:paraut⋯ka 爬而-凹提卡
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在旁-同一的 到達(著)
字義溯源:至暫,暫時,立即,瞬間;由(παρά)*=旁,出於)與(αὐτός)=自己)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 暫時(1) 林後4:17
English (Woodhouse)
immediate, immediately, momentary, at once, for the moment, in the immediate future, on the spot
Translations
immediately
Albanian: menjëherë, përnjëherësh; Arabic: فَوْرًا, حَالًا, مُبَاشَرَةً; Egyptian Arabic: حَالًا; Gulf Arabic: عَلَطُول; Hijazi Arabic: على طول; Armenian: անմիջապես; Azerbaijani: dərhal; Belarusian: неадкладна, зараз жа; Bulgarian: веднага, незабавно, непосредствено; Burmese: ချက်ချင်း, ချက်ခနဲ, ဆောတလျင်, ဒက်ခနဲ, ဆောလျင်စွ, ရက်ရက်, ရုတ်ခြည်း; Catalan: immediatament; Cherokee: ᎲᎴᏊ; Cheyenne: sé'ea'e; Chinese Mandarin: 馬上, 马上, 立刻, 即刻, 立即, 直接; Min Nan: 馬上, 即時, 連鞭, 隨時; Crimean Tatar: deral, tez, çabik; Czech: ihned, hned, okamžitě; Danish: øjeblikkeligt, med det samme, nu, med det vuns; Dutch: meteen, direct, onmiddellijk; Esperanto: tuj, senprokraste; Finnish: heti, välittömästi; French: immédiatement, tout de suite, aussitôt; Galician: inmediatamente, no intre, logo, decontado, deseguida; Georgian: მყისიერად, ეგრევე, მაშინვე, უმალვე, სასწრაფოდ, გადაუდებლად, დაუყოვნებლივ; German: sofort, alsbald, unverzüglich, auf der Stelle, umgehend; Greek: αμέσως; Ancient Greek: εὐθέως, αὐτίκα, τὴν πρώτην; Hebrew: מִיָּד, תֵּכֶף; Hindi: तत्काल, तुरंत, फ़ौरन; Hungarian: azonnal, rögtön, nyomban, azon nyomban, máris; Icelandic: strax; Ido: quik; Istriot: soûbito; Italian: immediatamente, subito, su due piedi; Japanese: 直ぐに, 直ちに, 直接に; Korean: 즉시, 곧; Ladino: pishin, devista, en vista; Latgalian: tiuleņ, tiuļ; Latin: iugiter, ilico, statim, actutum; Latvian: tūlīt; Limburgish: drek; Lithuanian: tuoj; Malay: serta-merta; Malayalam: പെട്ടെന്ന്, ഉടനെ; Maore Comorian: kamwe; Maori: tangetange; Navajo: hah, haneetehee, tʼah kodą́ą́ʼ, tʼáá áko; Norwegian Bokmål: øyeblikkelig, med en gang, umiddelbart; Old English: sōna, þǣrrihte; Persian: فوراً; Polish: zaraz, natychmiast, doraźnie, natychmiastowo, bezpośrednio, niezwłocznie, bezzwłocznie, w tym momencie; Portuguese: imediatamente; Quechua: kunallan; Romanian: imediat, fără întârziere, numaidecât, de îndată, îndată; Russian: немедленно, тотчас, тотчас же, сию минуту; Sanskrit: सकृत्, झटुति, सपदि, तत्क्षण; Scottish Gaelic: anns a' bhad, sa bhad; Serbo-Croatian: odmah, smjesta; Slovene: takój; Sorbian Lower Sorbian: ned; Spanish: inmediatamente, de inmediato, ya, sin demora, enseguida, acto seguido; Swahili: mara moja, mara; Swedish: ögonblickligen, på direkten, omedelbart, genast, omgående; Telugu: తక్షణము; Thai: ทันที; Tibetan: འཕྲལ་དུ; Tocharian B: teteka; Turkish: anında, derhal, hemen; Ukrainian: зараз, негайно; Urdu: فورا; Venetian: sùito, sùvito; Vietnamese: ngay, ngay lập tức, ngay tức khắc, lập tức, ngay tức thì; Volapük: sunädo; Westrobothnian: wä dä sȯmma, stöss; Yiddish: תּיכּף; Yoruba: lẹ́sẹ̀kẹ́sẹ̀, lójijì; Zhuang: doq, sikhaek