σκελετός
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ή, όν, (σκέλλω) A dried up, withered, Κινησίας σ., ἄπυγος Pl.Com.184.3; σ. δάκος Nic. Th.696. II Subst. σκελετός, ὁ, dried body, mummy, Λάμπρος . . Μουσῶν σ. Phryn.Com.69, cf. Str.17.3.8, Plu.2.148a, 735f; ἡμιθανῆ σ. AP11.392 (Lucill.); τῶν ὑπὸ γῆν σ. λεπτότατος ib.92 (Id.); κείσεται σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plu.Ant.75. 2 skeleton, Phld. Mort.30, Gal.2.221,222,734, al. III v. σκελετά.
German (Pape)
[Seite 891] ausgetrocknet, δάκος, Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. σῶμα, Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
desséché ; τὸ σκελετόν (σῶμα) momie ; ὁ σκελετός squelette.
Étymologie: σκέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
σκελετός: -ή, -όν, (√ ΣΚΕΛ, σκέλλω) ὁ ἀπεξηραμμένος, κατάξηρος, Κινησίας σκ.· ἄπυγος Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2· σκ. δάκος Νικ. Θηρ. 696. ΙΙ. σκελετόν (ἐξυπακ. σῶμα), τό, ἀπεξηραμμένον σῶμα, «μομμία», Πλούτ. 2. 736Α, πρβλ. 148Α· ὡσαύτως ἀρσεν., Λαμπρὸς ... Μουσῶν σκελετὸς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἠμιθανῆ σκελετὸν Ἀνθ. Π. 11. 392· τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατος αὐτόθι 92· κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Πλουτ. Ἀντών. 75 2) «σκελετός», τὸ σύνολον τῶν ὀστῶν, Γαλην. 2. 221, 222, κ. ἀλλ.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σκελετό, το, και σκελετά, τα, Ν, και ως επίθ. -ός, -ή, -όν, Α
το σύνολο τών οστών του ανθρώπινου σώματος, που είναι ενωμένα μεταξύ τους με τις αρθρώσεις σε ενιαίο σύστημα, με ερειστική, προστατευτική και κινητήρια λειτουργία
νεοελλ.
1. (βιολ.-συγκρ. ανατ.) το στηρικτικό πλαίσιο του σώματος τών ζώων, το οποίο στα σπονδυλόζωα είναι, κυρίως, εσωτερικό και συνίσταται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από οστά και χόνδρους, ενώ στα ασπόνδυλα είναι, πολλές φορές, εξωτερικός και μπορεί να αποτελείται από μια ποικιλία μη οστέινων και μη χόνδρινων υλικών
2. ναυτ. το σύνολο τών μερών που αποτελούν, ως ερείσματα, το κύριο σώμα του πλοίου, στο οποίο ανήκουν, κυρίως, η τρόπιδα, οι νομείς, η στείρα και το ποδόστημα
3. (το αρσ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ.) ο σκελετός, το σκελετό, τα σκελετά
το σύνολο τών συναρμοσμένων μεταξύ τους κύριων τεμαχίων από τα οποία αποτελείται ο κορμός ενός τεχνικού έργου ή μιας κατασκευής και τα οποία εξασφαλίζουν τη στήριξή τους και καθορίζουν το σχήμα τους (α. «ο σκελετός της γέφυρας» β. «ο σκελετός του κτηρίου» γ. «ο σκελετός τών γυαλιών» δ. «τα σκελετά τών παραθύρων»)
4. (το ουδ. πληθ.) το σύνολο τών θηκών, τών ραφιών και τών συρταριών ενός καταστήματος
5. χημ. το σύνολο τών ατόμων, κυρίως άνθρακα, τα οποία συγκροτούν την κεντρική αλυσίδα του μορίου μιας οργανικής χημικής ένωσης
6. (εδαφολ.) το σύνολο τών χονδρόκοκκων τεμαχιδίων ενός εδάφους, όπως είναι λ.χ. οι κόκκοι ορυκτών και τα σκληρά θραύσματα φυτικών υπολειμμάτων, το μέγεθος τών οποίων είναι 20 περίπου μικρόμετρα
7. μτφ. άνθρωπος πολύ αδύνατος, κάτισχνος
8. φρ. α) «αξονικός σκελετός»
(ανατ.-βιολ.) το μέρος του σκελετού τών σπονδυλοζώων που αποτελείται από τη σπονδυλική στήλη και από μεγάλο τμήμα του κρανίου
β) «περιφερειακός σκελετός»
βιολ. τα άκρα τών σπονδυλοζώων, καθώς και οι ζώνες του αξονικού σκελετού οι οποίες τά στηρίζουν
γ) «σπλαγχνικός σκελετός»
ανατ. το μέρος του σκελετού του ανθρώπου που περιλαμβάνει την κάτω γνάθο, μερικά στοιχεία της άνω γνάθου, τα βραγχιακά τόξα και το υοειδές οστό
δ) «εξαρτηματικός σκελετός»
ανατ. το μέρος του σκελετού του ανθρώπου στο οποίο ανήκουν η πυελική και η ωμική ζώνη, καθώς και τα οστά τών άκρων
ε) «εδαφικός σκελετός»
(εδαφολ.) οι μισγάγκειες και οι κορυφογραμμές, που είναι οι πιο χαρακτηριστικές γραμμές του εδάφους, πλαισιώνουν τις πτυχώσεις του και αποτελούν τα βασικά στοιχεία για τη μελέτη του, καθώς και για την ανάγνωση τών χαρτών
στ) «γίνομαι [ή μένω ή καταντώ] σκελετός» — αδυνατίζω πάρα πολύ, γίνομαι κάτισχνος, γίνομαι πετσί και κόκαλο
αρχ.
ως επίθ.
1. αποξηραμένος, κατάξηρος («κινησίας σκελετός, ἄπυγος», Πλάτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ταριχευμένο σώμα, μούμια («κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκελε- του ρ. σκέλλομαι «είμαι ξερός» (βλ. λ. σκέλλω) + κατάλ. -τός (πρβλ. κοπ-ε-τός, πυρ-ε-τός)].
Greek Monotonic
σκελετός: -ή, -όν (σκέλλω), αποξηραμένος, ξερός, εντελώς άνυδρος, στεγνός· ως ουσ., σκελετός, ὁ, αποξηραμένο, ταριχευμένο σώμα, μούμια, σε Ανθ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σκελετός: [adj. verb. к σκέλλω иссохший, превратившийся в скелет: σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plut. превратившийся в скелет, в ничто.
II ὁ костяк, скелет Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκελετός -ή -όν [σκέλλω] uitgedroogd; subst. ὁ σκελετός mummie; skelet.
Middle Liddell
σκελετός, ή, όν σκέλλω
dried up, withered: as substantive σκελετός, οῦ, a dried body, mummy, Anth., Plut.