σανίς

From LSJ
Revision as of 08:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίς Medium diacritics: σανίς Low diacritics: σανίς Capitals: ΣΑΝΙΣ
Transliteration A: sanís Transliteration B: sanis Transliteration C: sanis Beta Code: sani/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A board, plank, timber, σ. πτελεΐνη IG12.313.133, cf. 22.1672.168, Plb.1.22.9, AP9.269 (Antip. Thess.), Act.Ap.27.44, etc.; σ. ἄξοος Call.Fr.105:—hence anything made thereof, 1 door, Hom. always in plural, folding doors, Il.12.453,461, Od.22.128, etc.; κολληταὶ σ. Il.9.583; σ. πυκινῶς ἀραρυῖαι, δικλίδες Od.2.344, cf. Il.21.535; πύλῃσιν ἐπικεκλιμέναι σ. 12.121: rarely in sg., E.Or.1221. 2 wooden platform, scaffold, or stage, ἐφ' ὑψηλῆς σ. Od.21.51. 3 wooden floor, esp. ship's deck, E.Hel.1556, Archimel. ap. Ath.5.209c, Luc.JTr.48. 4 bench, seat, SIG244B61 (Delph., iv B.C.), Herod.7.5. 5 lid of box, v.l. in LXX 4 Ki.12.9. 6 in plural, wooden tablets for writing on, E.Alc.967 (lyr.): esp.at Athens and elsewhere, tablets covered with gypsum, on which were written all sorts of public notices, esp. the causes for hearing in the courts of law, Ar.V.349,848; laws to be proposed, Decr. ap. And.1.84; laws corrected by the Thesmothetae, Aeschin.3.39; lists of officers, Lys.26.10; accounts, IG12.374.190; names of debtors, D.25.70 (in sg.), Isoc.15.237: sg. also in SIG 975.30 (Delos, iii B.C.); at Rome, of the tables on which the laws were written, D.C.42.32. b pl., painted panels, pictures, SIG 977a10 (Delos, ii B.C.). 7 plank to which offenders were bound or nailed, ζῶντα πρὸς σανίδα διε- (v.l. προσδιε-) πασσάλευσαν Hdt.7.33; σανίδι προσπασσαλεύσαντες Id.9.120, cf. Cratin.341; ἐν τῇ σ. δῆσαι, πρὸς τῇ σ. δεῖν Ar.Th.931,940; σανίσι προσδῆσαι Duris 67 J.

German (Pape)

[Seite 861] ίδος, ἡ, das Brett, u. alles aus Brettern Gemachte; – a) die Thür; bei Hom. immer im plur., die Thürflügel, Thorflügel, οὐδὲ πύλῃσιν εὗρ' ἐπικεκλιμένας σανίδας, Il. 12, 121. 453. 461 Od. 22, 128. 13, 42; κολληταί, Il. 9, 583; σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, δικλίδες, Od. 2, 344; σανίδα παίσασα, Eur. Or. 1221. – b) ein Bretterverschlag od. eine Brettererhöhung, eine Bühne, ὑψηλὴ σανίς, Od. 21, 51. – c) Bretterdecke, Diele od. Boden, Getäfel. Auch Verdeck auf dem Schiffe, Eur. Hel. 1556. – d) In Athen die Schranken des Gerichts, Barren, wie es Ar. Vesp. 348, οὕτω κιττῶ διὰ τῶν σανίδων περιελθεῖν, zu nehmen scheint, Schol. ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἐςελθεῖν; od. wie ib. 848: φέρε νυν, ἐνέγκω τὰς σανίδας καὶ τὰς γραφάς, mit Gyps überzogene hölzerne Tafeln, auf denen die vor Gericht angebrachten Klagen bekannt gemacht wurden, nach Schol. zur ersten Stelle περιέχουσαι τὰ ὀνόματα τῶν εἰσαχθησομένων εἰς τὸ δικαστήριον, ποῖον δεήσει πρῶτον εἰσαχθῆναι καὶ κατὰ τάξιν, u. zur zweiten ἐν αἷς ἔγραφον τὴν μακρὰν ἢ τὴν βραχεῖαν τῆς δίκης; so bei den Rednern, Andoc. 1, 83, Lys. 26, 10; ἡ σανὶς ἡ παρὰ τῇ θεῷ κειμένη, Dem. 25, 70; vgl. bes. Isocr. 15, 237: ἐν γὰρ ταῖς σανίσι ταῖς ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκτιθεμέναις ἀναγκαῖόν ἐστιν, ἐν μὲν ταῖς ὑπὸ τῶν θεσμοθετῶν ἀμ φ οτέρους ἐνεῖναι τούς τε τὴν πόλιν ἀδικοῦντας καὶ τοὺς συκοφαντοῦντας, ἐν δὲ ταῖς τῶν ἕνδεκα τούς τε κακουργοῦντας καὶ τοὺς τούτοις ἐφεστῶτας κ. τ. λ., wonach also auch wohl die Namen der Verurtheilten so bekannt gemacht wurden. S. auch σανίδιον. – e) ein Strafholz, an welches die Verbrecher angebunden, auch wie an ein Kreuz angenagelt wurden; Her. 7, 33. 9, 120; δῆσον αὐτόν, ὦ τοξότ', ἐν τῇ σανίδι, Ar. Th. 931, vgl. 940. 1003, Plut. Pericl. 28.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
ais, planche ; toute construction en planches :
1 porte ; touj. αἱ σανίδες dans Hom., battants de portes;
2 échafaudage, plateforme en bois;
3 αἱ σανίδες pont de navire;
4 planche pour écrire ; αἱ σανίδες planche ou écriteau de bois pour afficher certains avis (listes, lois, décrets, arrêts, etc.);
5 poteau où l'on attachait les condamnés.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίς: -ίδος. ἡ, «σανίδα», «σανίδι’, Ἀνθ. Π. 9. 269, Πολύβ. 1. 22, 9, κτλ.· σ. ἄξοος Καλλ. Ἀποσπ. 105· - ἐντεῦθεν, πᾶν πρᾶγμα ἐκ σανίδος πεποιημένον, 1) θύρα, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε δίφυλλος, Λατ. fores, Ἰλ. Μ. 453, 461, Ὀδ. Χ. 128, κτλ.· κολληταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344, πρβλ. Χ. 128, Ἰλ. Φ. 535· σ. πύλῃσιν ἐπικεκλιμέναι Ἰλ. Μ. 121· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Εὐρ. Ὀρ. 1221. 2) ξύλινον ἰκρίωμα ἢ πάτωμα ἐν εἴδει σκηνῆς, ἐφ’ ὑψηλῆς σ. Ὀδ. Φ. 51. 3) ξύλινον πάτωμα, μάλιστα κατάστρωμα πλοίου, Εὐρ. Ἑλ. 1556, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 48, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15, 3. 4) ἐν τῷ πληθ., ξύλιναι πινακίδες πρὸς γραφήν, Εὐρ. Ἄλκ. 968· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, πίνακες κεκαλυμμένοι μὲ γύψον (ὡς τὸ Λατ. album), ἐφ’ ὧν ἐγράφοντο παντὸς εἴδους δημόσιαι γνωστοποιήσεις, μάλιστα δὲ αἱ πρὸς ἐκδίκασιν ὑποθέσεις ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἀριστοφ. Σφ. 349, 848· οἱ μέλλοντες νὰ προταθῶσι νόμοι, Ἀνδοκ. 11. 28· οἱ ὑπὸ τῶν θεσμοθετῶν διορθωθέντες νόμοι, Αἰσχίν. 59. 11· κατάλογοι ἀρχόντων, Λυσί. 176. 9· ὀνόματα ὀφειλετῶν, Δημ. 791. 11 (ἔνθα κεῖται τὸ ἑνικόν)· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 253. Οὕτως ἐν Ρώμῃ ἐκαλοῦντο οἱ πίνακες ἐφ’ ὧν ἦσαν γεγραμμένοι οἱ νόμοι, Δίων Κ. 42. 32. 5) ἡ σανὶς ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐδένοντο οἱ κατάδικοι ἢ καὶ προσηλοῦντο ἐνίοτε ὡς εἰς σταυρόν, πρὸς σανίδα προσπασσαλεύειν τινὰ Ἡρόδ. 7. 33., 9. 120· ἐν καὶ πρὸς τῇ σ. δεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940 (ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει τὸν Κρατῖν.)· σανίδι προσδεῖν Πλουτ. Περικλ. 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανίς· θύρα. λεύκωμα, ἐν ᾧ αἱ γραφαὶ ἐγράφοντο πρὸς τοὺς κακούργους».

English (Autenrieth)

ίδος: board, plank; pl., esp. the wings of folding-doors, doors; scaffolding, stage, Od. 21.51.

English (Strong)

of uncertain affinity; a plank: board.

English (Thayer)

σανίδος, ἡ, a board, a plank: Homer down; the Sept., Ezekiel 27:5.)

Greek Monolingual

ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. σανίδα.

Greek Monotonic

σᾰνίς: -ίδος, ἡ,
I. σανίδα, σανίδι, σε Ανθ. κ.λπ.
II. οτιδήποτε είναι κατασκευασμένο από σανίδες·
1. πόρτα, στον πληθ. πτυσσόμενη, δίφυλλη πόρτα, Λατ. fores, σε Όμηρ.· σπανίως στον ενικ., σε Ευρ.
2. ξύλινο πάτωμα, ικρίωμα, σκηνή θεάτρου, θεατρικό σανίδι, σε Ομήρ. Οδ.· κατάστρωμα πλοίου, σε Ευρ.
3. στον πληθ., ξύλινες πινακίδες (πίνακες) πάνω στις οποίες έγραφαν, στον ίδ.· στην Αθήνα, πινακίδες, οι κατάλογοι όπου αναγράφονταν οι δημόσιες ανακοινώσεις, σε Αριστοφ. κ.λπ.
4. σανίδα στην οποία δένονταν ή και σταυρώνονταν οι κατάδικοι· ομοίως πιθ. σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) доска Anth.;
2) створка (дверей или ворот), тж. (преимущ. pl.) дверь, ворота: σανίδες εὖ ἀραρυῖαι Hom. крепко сколоченные ворота;
3) подмостки, помост, полка (ὑψηλὴ σ. Hom.);
4) досчатый настил, палуба (sc. τοῦ σκάφους Luc.): σανίδα προσβῆναι κάτα Eur. ступить на палубу;
5) (преимущ. pl.) дощечки для записей (покрывавшиеся обычно гипсом или воском), таблицы Eur., Arph., Lys., Isocr., Aeschin., Dem.;
6) позорный столб (πρὸς σανίδα προσπασσαλεύειν τινά Her.): ἐν или πρὸς τῇ σανίδι δεῖν Arph. и σανίδι προσδεῖν Plut. привязывать к позорному столбу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανίς -ίδος, ἡ plank plank; NT Act. Ap. 27.44; van een schandpaal:; Hdt. 9.120.4; van een loopplank:. Eur. Hel. 1556. plank, bord (om op te schrijven):. τοὔνομα ἐν ταῖς σανίσιν ἐνεγέγραπτο de naam stond op de schrijfborden Lys. 26.10. van planken gemaakt podium:; ἡ δ’ ἄρ’ ὑψηλῆς σανίδος βῆ zij besteeg het hoge podium Od. 21.51; op een schip: plankier, dek. Luc. 21.48. plur. deurvleugels:. σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι hecht getimmerde deurvleugels Od. 2.344.

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: board, plank, wooden scaffold etc., pl. also tablets used for writing, writing board(s) (Att.), planks of a gate, wing of a door (ep.).
Derivatives: 1. Diminut. σανίδ-ιον n. (Att. etc.), σαν-ίσκη f. painting (Herod.); 2. σανίδ-ωμα n. planking (LXX, Thphr., Plb. etc.; Chantraine Form. 187); 3. -ώδης plank-like (late); 4. -όω provided with planks, -ωτός (hell. a. late).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like σελίς, δοκίς a. other technical words (Chantraine Form. 337); further unexplained. The formally obcious connection with σαίνω (Solmsen IF 30, 46 f.) depends of a s. v. rejected explanation of σαίνω. A thinkable but quite hypothetic basis *tu̯-n̥-id- [would have to be *tu̯n̥H-id-] might make connection with the family of τύλη, τύλος (s. v.) possible. -- Older proposals in Bq and WP. 1, 709 (rejected).

Middle Liddell

σᾰνίς, ίδος, ἡ,
I. a board, plank, Anth., etc.
II. anything made of planks:
1. a door, in plural folding doors, Lat. fores, Hom.:—rare in sg., Eur.
2. a wooden platform, scaffold or stage, Od.: a ship's deck, Eur.
3. in plural wooden tablets for writing on, Eur.:—at Athens, tablets on which were written public notices, Ar., etc.
4. a plank to which offenders were bound or nailed, Hdt.; so perhaps in Od. 22. 174.

Frisk Etymology German

σανίς: -ίδος
{sanís}
Grammar: f.
Meaning: Brett, Bohle, Brettergerüst, pl. auch ‘Bretter zum Schreiben, Schreibtafel(n)’ (att.), Torbohlen, Türflügel (ep.).
Derivative: Davon 1. die Deminutiva σανίδιον n. (att. usw.), σανίσκη f. Gemälde (Herod.); 2. σανίδωμα n. Bretterverkleidung (LXX, Thphr., Plb. usw.; Chantraine Form. 187); 3. -ώδης brettähnlich (sp.); 4. -όω ‘mit Brettern ver- sehen’, -ωτός (hell. u. sp.).
Etymology: Bildung wie σελίς, δοκίς u. andere technische Wörter (Chantraine Form. 337); sonst unerklärt. Die formal naheliegende Anknüpfung an σαίνω (Solmsen IF 30, 46 f.) ist von einer s. v. abgelehnten Erklärung von σαίνω abhängig. Eine an sich denkbare aber ganz hypothetische Grundform *tu̯--id- vermittelt Anschluß an die grosse Sippe von τύλη, τύλος (s. d.). — Ältere Deutungsvorschläge bei Bq und WP. 1, 709 (abgelehnt).
Page 2,676

Chinese

原文音譯:san⋯j 沙你士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:板
字義溯源:平板^,木板,板子,厚板
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 板子(1) 徒27:44

English (Woodhouse)

door, gangway, gangway for embarking or disembarking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)