ἀμύητος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον, A uninitiated, profane, And.1.12, Lys.6.51; ἀ. καὶ ἀτέλεστος Pl.Phd.69c: c. gen., ἀ. Ἀφροδίτης not admitted into mysteries of Aphrodite, Aristaenet.1.14; ὠδίνων, of Artemis, Orph.H.36.4. 2 μυήσεις ἀ. no true initiations, Ph.1.156. II not closed, open, Philostr.Gym.29 codd.; with play on both meanings, leaky, Pl.Grg. 493a, 493b.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): cret. ἀμύω- ICr.4.14b (Gortina)
I 1no iniciado en los misterios eleusinos, And.Myst.12, Lys.6.51, Pl.Phd.69c, Arist.Rh.1405a20
•en gener. IG 5(1).1390.36 (Mesenia I a.C.), Luc.Salt.15, Nau.11, Artem.2.39, D.S.3.62, Plu.2.418d
•prov. Ἑρμής ἀμύητος irón. de la persona muy experta en algo, Diogenian.1.4.63.
2 fig. abs. no iniciado en el conocimiento filosófico, Pl.Tht.155e, τοὺς ἀνοήτους ἀμυήτους (ὠνόμασε) Philol.B 14, de los no bautizados, Cyr.Al.M.74.512B
•c. gen. no iniciado, desconocedor, profano κώμων AP 5.112 (Phld.), ἀ. Ἀφροδίτης no iniciado en el amor Aristaenet.1.14.11, cf. Ach.Tat.5.26.10, ὠδίνων de Ártemis, Orph.H.36.4, τῆς συνήθους παιδείας Erot.Fr.Pap.Parth.7, cf. Ph.1.206, τῶν πραγμάτων SB 7268 (II a.C.), θαλάμων ἀ. soltero, IGBulg.12.220.3 (Odesos I/II a.C.), cf. Orác. en Didyma 501.7, ἔρωτος de Atenea, Orác. en ZPE 8.94.12 (Dídima), Opp.C.1.34, Isid.Pel.Ep.M.78.868B, τῆς θεωρίας Vett.Val.238.24, τῶν νέρθεν Heraclit.All.34, de los que ignoran la Escritura, Hippol.Haer.5.8
•neutr. plu. como adv. οὐκ ἀμύητα γελᾷ AP 12.205 (Strat.).
II que es iniciación profana μυήσεις Ph.1.156, Clem.Al.Prot.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 130] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ ἀτέλεστος Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non initié aux mystères, profane.
Étymologie: ἀ, μυέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, ἀνόσιος, βέβηλος, Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ ἀτέλεστος Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ λέξις ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ στεγανός, ὡς πίθος τετρημένος ὅστις στάζει.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμύητος, -ον)
ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) αυτός που παρουσιάζει διαρροή, ο μη στεγανός
2. (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το δόγμα, αλλά δεν βαφτίστηκε ακόμη, ο κατηχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μυῶ.
ΠΑΡ. αμυησία].
Greek Monotonic
ἀμύητος: -ον (μυέω),
I. μη μυημένος, ανόσιος, βέβηλος, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το μύω = οὐ δυνάμενος μύειν, ο αδύνατος να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει διαρροή, που στάζει.
Russian (Dvoretsky)
ἀμύητος: μυέω непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.
μύω плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς πίθος τετρημένος Plat.).
Middle Liddell
μυέω
I. uninitiated, Plat., etc.
II. in Plat. Gorg. as if from μύω, = οὐ δυνάμενος μύειν, unable to keep close, leaky.