τελετή

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελετή Medium diacritics: τελετή Low diacritics: τελετή Capitals: ΤΕΛΕΤΗ
Transliteration A: teletḗ Transliteration B: teletē Transliteration C: teleti Beta Code: teleth/

English (LSJ)

ἡ, (τελέω) A rite, esp. initiation in the mysteries, ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Hdt.2.171, cf. And.1.111, Pl.Euthd. 277d; ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν take in hand the matter of initiation, Hdt.4.79: pl., mystic rites practised at initiation, E.Ba.22, 73 (lyr.), Ar.V.121, Pax413, 419; Ὀρφεὺς . . τελετὰς ἡμῖν κατέδειξε Id.Ra.1032, cf. D.25.11; καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Pl.Phdr.244e; λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν... ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν Id.R.365a, cf. Prt.316d, Isoc.4.28. 2 pl., τελεταί = theological doctrines, Chrysipp.Stoic.2.17. 3 a making magically potent, PMag.Par. 1.1596, PMag.Lond.46.159, 121.872, etc. II a festival accompanied by mystic rites, mostly in plural (τελετὰς . . καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτάς Ath.2.40d), Pi.O.3.41, P. 9.97, N.10.34: in sg., E.IT959, Ar.V.876, Ra.342, Arist.Rh.1401a15: metaph., πρωτόγονος τελετή, of a child's birth, Pi.O.10(11).51; πολέμου τελετή Batr.303; κατ' αὐτὴν (sc. τὴν περὶ χρείας μορίων πραγματείαν) χρὴ τελεῖσθαι τὴν τελετήν Gal.UP17.1. III a priesthood or sacred office, Decr. ap. D.59.104.

German (Pape)

[Seite 1086] ἡ, wie τέλος, 1) Vollendung, Ende. Bes. – 2) Weihe, bes. Einweihung in die Mysterien, und diese selbst; Her. 2, 171. 4, 79; ἄγεσθαι τὴν τελετήν, die Weihung empfangen, 4, 79; Plat. οἱ ἐν τῇ τελετῇ τῶν Κορυβάντων, Euthyd. 277 d; καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα, Phaedr. 244 e; Rep. II, 365 a sagt er λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων, ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν; vgl. Isocr. 4, 28, wo gesagt ist, Demeter habe den Einwohnern von Attika die τελετή verliehen, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν. – Im plur. übh. religiöse Feiern u. Ceremonien, Feste; Pind. N. 10, 34; φυλάσσοντες μακάρων τελετάς, Ol. 3, 41; P. 9, 97; Pind. braucht auch den sing. so, Ol. 11, 51; Eur. Bacch. 22. 73 u. oft in diesem Stück; Ar. Vesp. 121 u. oft; ἅγιαι, Nubb. 304.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. cérémonie d'initiation, célébration de mystères ; αἱ τελεταί rites de l'initiation;
II. p. ext.
1 cérémonie religieuse, fête quelconque;
2 initiation en gén.
Étymologie: τελέω.

Russian (Dvoretsky)

τελετή: дор. τελετά (τᾱ) ἡ тж. pl.
1) обряд посвящения, посвящение в таинства Eur., Arph., Plat., Dem.: ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν Her. принимать посвящение;
2) праздник посвящения в таинства, мистерии (ἡ Δήμητρος τ. Her.);
3) празднество, торжество Pind., Eur., Arph., Arst.;
4) жречество, жреческий сан Dem.

Greek (Liddell-Scott)

τελετή: ῆς, ἡ, (τελέω) τελείωσις ἢ τελειοποίησις, μάλιστα διὰ τὴς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Ἀνδοκ. 15. 5, Πλάτ., κλπ. μέλλοντι δὲ ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν, ὅτε δὲ ἔμελλε νὰ ἀρχίσῃ τὴν τελετὴν τῆς μυήσεως, Ἡρόδ. 4. 79 - ἐν τῷ πληθ., μυστηριώδεις τελεταὶ ἢ πράξεις τελούμεναι κατὰ τὴν μύησιν, Εὐρ. Βάκχ. 22, 73, Ἀριστοφ. Σφ. 121, Εἰρ. 413, 419· ἀποδίδονται δὲ εἰς τὸν Ὀρφέα, Βάτρ. 1032, Δημ. 772. 27· καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Πλάτ. Φαῖδρ. 244· λύσεις τε καὶ καθαρμοὺς ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν..., ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365Α, πρβλ. Πρωτ. 346D, Ἰσοκρ. 46Β. ΙΙ. ἑορτὴ τελουμένη μετὰ τοιούτων τελετῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., (τελετάς... καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτὰς Ἀθήν. 40D), Πινδ. Ο. 3. 73, Π. 9. 172, Ν. 10. 63· ἐν τῷ ἑνικῷ, Εὐρ. Ι. Τ. 959, Ἀριστοφ. Σφ. 876, Βάτρ. 341, Ἀριστ. Ρητ. 2, 24, 2· - μεταφορ., πρωτόγονος τελετή, ἡ γέννησις τέκνου, ὁ τοκετός, Πινδ. Ο. 10 (11). 63· πολέμου τ. Βαβρ. 304. ΙΙΙ. εἶδος ἱερατείας ἢ ἱεροῦ ὑπουργήματος, Ψήφ. παρὰ Δημ. 1380. 27.

Spanish

ritual, ceremonia, rito mágico, conjunto determinado de rituales, misterios, consagración

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα)
1. θρησκευτική εορτή ή μυστηριακή ιεροτελεστία («τά γὰρ μυστήρια πασών τιμιωτάτη τελετή», Αριστοτ.)
2. το πρώτο στάδιο της μύησης στα ελευσίνια μυστήρια
νεοελλ.
1. (λειτ.) η τέλεση μυστηρίου ή άλλης ιερής ακολουθίας σύμφωνα με την καθιερωμένη εκκλησιαστική τάξη και γενικότερα το σύνολο τών τύπων σύμφωνα με τους οποίους εκδηλώνεται η προς τον θεό λατρεία, ιερουργία, ιεροτελεστία (α. «η τελετή του γάμου» β. «η τελετή της Ανάστασης»)
2. (κοινων.-ανθρωπολ.) α) καθιερωμένη σειρά ενεργειών με συμβολικό συνήθως χαρακτήρα που συνοδεύουν μια πανηγυρική, αστική, στρατιωτική, θρησκευτική εορτή
β) η ίδια η εορτή (α. «η τελετή της απονομής τών επάθλων» β. «η τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού»)
αρχ.
1. τελείωση, τελειοποίηση κάποιου, ιδίως με μύησή του στα μυστήρια (α. «μέλλοντι δὲ ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν», Ηρόδ.
β. «oἱ ἐν τῇ τελετῇ τῶν Κορυβάντων», Πλάτ.)
2. είδος ιερατείας ή ιερού υπουργήματος
3. θεολογικό δόγμα
4. η ανάδειξη κάποιου με μαγικά μέσα
5. στον πληθ. αἱ τελεταί
μυστικές πράξεις τελούμενες κατά τη μύηση («καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα», Πλάτ.)
6. φρ. «πρωτόγονος τελετή» — η γέννηση, ο τοκετός (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τέλος (πρβλ. και λ. τέλομαι) με επίθημα -τή, βλ. λ. -τος (για τον σχηματισμό της λ. πρβλ. και γένος: γενετή)].

Greek Monotonic

τελετή: -ῆς, ἡ (τελέω
I. μύηση στα μυστήρια, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν, αναλαμβάνω το ζήτημα της μύησης, σε Ηρόδ.· στον πληθ., μυστηριώδεις ιεροτελεστίες κατά τη μύηση, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. γιορτή που συνοδεύεται από τέτοιου είδους ιεροτελεστίες, στον πληθ., σε Πίνδ.· στον ενικ., σε Ευρ.

Middle Liddell

τελετή, ῆς, ἡ, τελέω
I. initiation in the mysteries, Hdt., Plat., etc.; ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν to take in hand the matter of initiation, Hdt.:—in pl. mystic rites at initiation, Eur., Ar., etc.
II. a festival accompanied by such rites, in plural, Pind.; in sg., Eur.

English (Woodhouse)

initiation, ritual, initiation in mysteries, instruction in mysteries, rites of initiation, rites

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)