ἀμάραντος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω) A unfading, λειμών Luc.Dom.9: metaph., σοφία LXX Wi.6.12; κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4, cf. CIG2942c (Tralles); πνεῦμα prob. in IPE2.286 (Panticapaeum): neuter plural as adverb, Philostr.Im.1.9. II Subst. ἀμάραντον, τό (but in Lat. amarantus), never-fading flower, IG14.607e (Carales), Poll.1.229; = ἑλίχρυσον, Dsc.4.57; = κενταύρειον μικρόν, Ps.-Dsc.3.7; = χρυσοκόμη. Id.4.55.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inmarchitable λειμών Luc.Dom.9, ἄνθη Apoc.Petr.5.15.
2 fig. imperecedero, inmortal σοφία LXX Sap.6.12, κληρονομία 1Ep.Petr.1.4, ζωή Orac.Sib.8.411, τῆς ἁγνείας ἀ. ἐστι στέφανος Cyr.H.Catech.5.4, ἀγάπη Nil.M.79.216A, εὔκλεια Cyr.Al.M.73.552A.
3 fig. de pers. que no se equivoca, infalible ὁ γὰρ ταύτην (sc. τὴν ἀλήθειαν) ἔχων ... ἀγήρως ἐστὶ καὶ ἀ. Pall.V.Chrys.20 (M.47.77).
II subst. τὸ ἀμάραντον, ὁ ἀ. Artem.1.77, lat. amarantos Ps.Apul.Herb.104.8
1 perpetua, amaranto, siempreviva, amarilla, Helichrysum stoechas De Candolle GVI 2005.36 (Carales), Philostr.Im.1.9, Artem.1.77, Dsc.4.57, Clem.Al.Paed.2.8.73, Poll.1.229, Ps.Apul.Herb.104.8.
2 fig. inmortalidad τῆς ἐλπίδος Origenes M.17.20C.
3 amaranto oriental, Helichrysum orientale Ps.Dsc.4.55.
4 centaurea menor, Centaurium umbellatum Gilibert, Ps.Dsc.3.7.
• Etimología: De ἀ- < *n̥- y μαραίνομαι q.u.
German (Pape)
[Seite 116] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se flétrit pas;
2 ὁ ἀμάραντος amarante ou immortelle, plantes.
Étymologie: ἀ, μαραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάραντος: (μᾰ) неувядающий, невянущий (λειμών Luc.: перен. κληρονομία NT).
II ὁ бот. амарант.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, σοφία Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): κληρονομία Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = ἄνθος οὐδέποτε μαραινόμενον, ἀμάραντος, Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μαραίνω; unfading, i.e. (by implication) perpetual: that fadeth not away.
English (Thayer)
(from μαραίνω; cf. ἀμίαντος, ἄφαντος, etc.), not fading away, unfading, perennial; Vulg. immarcescibilis: (hence, the name of the flower (Dioscorides (100 A.D.>?) 4,57, others); see ἀμαράντινος): ζωή ἀμάραντος Sibylline 8,411; Boeckh, Corp. Inscriptions ii., p. 1124, no. 2942c, 4; Lucian, Dom. c. 9).
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀμάραντος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο θαλερός
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αμάραντος, ο και αμάραντον, το
είδος φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα
(δημοτικό τραγούδι) «για ιδές τον τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαραίνω.
ΠΑΡ. αμαράντινος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαραντοειδής, αμαραντόχρους].
Greek Monotonic
ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], -ον (μαραίνω),
I.άφθαρτος, αειθαλής, αμάραντος, σε Καινή Διαθήκη
II. ως ουσ., ο Αμάραντος, ένα αμάραντο λουλούδι, σε Διόσκ.
Middle Liddell
μαραίνω
I. unfading, undecaying, NTest.
II. as substantive amaranth, an unfading flower, Diosc.
Chinese
原文音譯:¢m£rantoj 阿-馬嵐拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-衰殘(著)
字義溯源:不衰殘的,不朽的,不能凋謝的;由 (α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不) 與 (μαραίνω)*=消滅) 組成。保羅用這字來形容天上的基業
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 不能衰殘(1) 彼前1:4