ἔναντα

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναντα Medium diacritics: ἔναντα Low diacritics: έναντα Capitals: ΕΝΑΝΤΑ
Transliteration A: énanta Transliteration B: enanta Transliteration C: enanta Beta Code: e)/nanta

English (LSJ)

(ἐνάντᾳ Tim.Pers.11), Adv. opposite, over against, c.gen., ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67; τοὶ δ' ἔ. στάθεν Pi. N.10.66; τὸν δ' ἔ. προσβλέπειν νεκρόν S.Ant.1299 (lyr.); ἔ. ἐλθεῖν E. Or.1478 (lyr.).

Spanish (DGE)

adv.
1 enfrente, delante τοὶ δ' ἔ. στάθεν ellos le hicieron frente Pi.N.10.67, τὸν δ' ἔ. προσβλέπω νεκρόν y contemplo enfrente otro cadáver habla Creonte, S.Ant.1299, ἔ. δ' ἦλθε Πυλάδας E.Or.1479, cf. AP 14.72, Q.S.8.141, ἔναντα· φανερῶς Hsch.
2 en uso prep., c. gen. delante de, en presencia de ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67, οὐ βασιλῆος ἔ. μῦθον ἔφαν Q.S.2.178
frente a, en contra de ἀξιοῖς ἐμοῦ λέγειν ἔ.; Ar.Eq.342.

German (Pape)

[Seite 826] entgegen, gegenüber; τινὸς ἵστασθαι Il. 20, 67; ἔναντα στάθεν Pind. N. 10, 66; τὸν δ' ἔν. προσβλέπω, vor Augen sehen, Soph. Ant. 1284; ἐλθεῖν Eur. Gr. 1478; sp. D.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
en face ; ἔναντά τινος en face de qqn.
Étymologie: ἐν, ἀντί.

Russian (Dvoretsky)

ἔναντα:
I adv. (на)против (στάθεν Pind.; ἐλθεῖν Eur.): ἐ. προσβλέπειν τινά Soph. видеть кого-л. перед собой.
II praep. cum gen. (на)против, лицом к лицу (ἔ. τινος ἵστασθαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔναντα: ἐπίρρ., ἀπέναντι, κατέναντι, μετὰ γεν., ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ᾿ Ἀπόλλων Ἰλ. Υ. 67· τοὶ δ᾿ ἔναντα στάθεν Πινδ. Ν. 10. 123· τὸν δ᾿ ἔναντα προσβλέπω νεκρὸν Σοφ. Ἀντ. 1299· ἔναντα ἐλθεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1478.

English (Autenrieth)

over against; τινός, Il. 20.67†.

English (Slater)

ἔναντα against, in opposition τοὶ δ' ἔναντα στάθεν (N. 10.66)

Greek Monolingual

ἔναντα (Α)
επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωποἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς».

Greek Monotonic

ἔναντα: επίρρ., απέναντι, ακριβώς απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, αντίκρυ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἔν. προσβλέπειν νεκρόν, σε Σοφ.· ἔν. ἐλθεῖν, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

ἔναντι, ἐναντίος See also: s. ἄντα and ἀντί.

Middle Liddell

adverb
opposite, over against, face to face, c. gen., Il.; ἔν. προσβλέπειν νεκρόν Soph.; ἔν. ἐλθεῖν Eur.

Frisk Etymology German

ἔναντα: ἔναντι, ἐναντίος
{énanta}
See also: s. ἄντα und ἀντί.
Page 1,509