ἀσχημοσύνη

From LSJ
Revision as of 17:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχημοσύνη Medium diacritics: ἀσχημοσύνη Low diacritics: ασχημοσύνη Capitals: ΑΣΧΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aschēmosýnē Transliteration B: aschēmosynē Transliteration C: aschimosyni Beta Code: a)sxhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A want of form, ἀσχημοσύνη καὶ ἀμορφία Arist.Ph.190b15, cf. 188b20, Simp.in Cael.129.26. 2 ungracefulness, Pl.Smp.196a, R.401a; awkwardness, Id.Tht.174c; disfigurement, τοῦ προσώπου, in playing on the flute, Arist.Pol.1341b5. 3 ἀσχημοσύνην φέρει brings discredit, disgrace, Id.EN1126b33. II in moral sense, indecorum, obscene or disgraceful conduct, Ep.Rom.1.27: in plural, Ph.1.78, Vett.Val.61.31. III euphemism for αἰδοῖον, LXX Le.18.7,al.; for ἀπόπατος, ib.De.23.13(14).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
I 1falta de forma, ausencia de figura ὁ ἀνδριὰς ... ἐξ ἀσχημοσύνης (γίνεται) Arist.Ph.188b20, cf. 190b15, Plot.2.4.10, Simp.in Cael.129.26.
2 deformidad χωλεία ... ποδῶν ... ἀ. ἐστίν Pl.Hp.Mi.374d, ἀσχημοσύνῃ ... καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος entre la deformidad y el amor siempre existe una mutua guerra Pl.Smp.196a
desfiguración, fealdad ἀ. τοῦ προσώπου Arist.Pol.1341b5
fig. euf. por excrementos ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX De.23.14.
II 1torpeza, poca gracia ἀ. δεινή, δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que produce efecto de simpleza Pl.Tht.174c, cf. Lg.893a, op. εὐσχημοσύνη Pl.R.400c, 401a
zafiedad ἐπιθυμίας ... ἡμαρτημένης τε καὶ φαύλης τρία εἶναι εἴδη ... ἀσχημοσύνην, ἀσυμμετρίαν, ἀκαιρίαν Pythag.D 8 (p.476), ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ' ἐνίοις αἴτιος (πλοῦτος) Men.Fr.274.2, cf. Plu.2.235d
indignidad πᾶσαι ... αἱ μὴ μετ' αἰσχροκερδείης καὶ ἀσχημοσύνης καλαί toda la (sabiduría) que no conlleva codicia e indignidad es buena Hp.Decent.2, διὰ τὴν ἀσχημοσύνην καὶ κολακείαν Aeschin.3.76, τὴν περὶ τὸν θάνατον ἀσχημοσύνην D.H.4.65.
2 impropiedad ῥημάτων Pl.Lg.627d.
3 indecencia, obscenidad, acción vergonzosa ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι de la homosexualidad Ep.Rom.1.27, αἱ ἀσχημοσύναι πᾶσαι, ὅταν ὁ νοῦς ἀποκαλύπτῃ τὰ αἰσχρά Ph.1.78, κακοποιὸς ... ἐν ἀσχημοσύναις καὶ κατακρίσεσι ποιήσει Vett.Val.60.17
ref. a la desnudez ὅπως ἂν μὴ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX Ex.20.26, cf. Le.18.6, ἵνα μὴ ... βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ Apoc.16.15.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, Häßlichkeit, Plat. Conv. 196 a; Unschicklichkeit, Theaet. 174 c u. öfter; neben ἄῤῥυθμος Rep. III, 400 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 manque de forme;
2 difformité, laideur;
3 fig. inconvenance, indécence;
4 pudenda muliebria.
Étymologie: ἀσχήμων.

Russian (Dvoretsky)

ἀσχημοσύνη:
1 безобразность (ἀ. καὶ ἀμορφία Arst.);
2 безобразие, уродливость Plat.;
3 обезображивание (τοῦ προσώπου Arst.);
4 непристойное поведение, неприличие Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχημοσύνη: ἡ, ἔλλειψις σχήματος, μορφῆς, ἀσχ. καὶ ἀμορφία Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 8, πρβλ. 1. 5, 5. 2) παραμόρφωσις τοῦ προσώπου ἐν τῷ αὐλεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 14· ἔλλειψις εὐσχημοσύνης, Πλάτ. Συμπ. 196Α. ΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, κακὴ διαγωγή, ἀπρεπὴς τρόπος, ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, κτλ.

English (Strong)

from ἀσχήμων; an indecency; by implication, the pudenda: shame, that which is unseemly.

English (Thayer)

ἀσχημοσύνης, ἡ (ἀσχήμων); from Plato down; unseemliness, an unseemly deed: nakedness, shame: Plato down.)

Greek Monolingual

η (AM ἀσχημοσύνη) ασχήμων
1. άπρεπη, αισχρή συμπεριφορά
2. άσεμνη πράξη
3. έλλειψη ευπρέπειας
αρχ.
1. έλλειψη σχήματος ή μορφής
2. παραμόρφωση του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η μεγάλη προσπάθεια ή η ένταση
3. καταισχύνη, ονειδισμός
4. (ευφημιστικά) το αιδοίο
5. τα περιττώματα.

Greek Monotonic

ἀσχημοσύνη: ἡ, έλλειψη σχήματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Πλάτ.· λέγεται με ηθική σημασία, κακή διαγωγή, απρέπεια, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀσχήμων
want of form, ungracefulness, Plat.: in moral sense, indecorum, Plat.

Chinese

原文音譯:¢schmosÚnh 阿士黑摩需尼
詞類次數:名詞(2)
原文字根:不-風度 共同
字義溯源:不禮貌,無恥行為,不適當行動,可羞恥,羞恥;源自(ἀσχήμων)=不雅觀的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἔχω)*=持,風度)組成。參讀 (αἰδώς / δέος)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);啓(1)
譯字彙編
1) 羞恥(1) 啓16:15;
2) 可羞恥(1) 羅1:27

English (Woodhouse)

ugliness, unseemliness, bad behavior, bad behaviour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)