λάχανον
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
[λᾰ], τό, mostly in plural,
A λάχανα = garden herbs, opp. wild plants, vegetables, Cratin.313, Epicr.11.15, al., Pl.R.372c, Thphr.HP1.3.1, etc.; but also λ. ἄγρια Ar.Th.456, Pl.298: sg. is rarer, οὐδὲ λ. οὐδὲν… ὁρῶ not a single herb, Cratin.191; ὥστε μηδὲ λ. γενέσθαι ἐν τῷ κήπῳ D.50.61; ἐν τῷ λ. τούτῳ, i.e. the lettuce, Eub.14, cf. 54, Epicr.11.25.
2 in plural also, τὰ λάχανα = the vegetable market, Ar.Lys.557, Alex.46.8, Diph.32.22.
German (Pape)
[Seite 20] τό, Gartenkraut, Gemüse, das in gegrabenem Lande (λαχαίνω) gebau't wird, im Gegensatz des wildwachsenden, βολβοὺς καὶ λάχανα Plat. Rep. II, 372 c; nach Arist. plant. 1, 4 τὰ ἔχοντα πολλοὺς φιτροὺς ἐκ μιᾶς ῥίζης καὶ πολλοὺς κλάδους, wie πήγανον, κράμβη, auch Theophr.; ἑψητά, Ath. II, 70 a. – Auch ἄγρια, Ar. Plut. 298. – Nach Suid. ist τὰ λάχανα der Gemüsemarkt, der Theil des Marktes, wo Gemüse u. Küchenkräuter feil geboten werden, wohin man Alexis bei Ath. VIII, 338 e u. Ar. Lys. 557 zieht. – Nach Hesych. der geflochtene Wagensitz, Mein. IV, 516 vermuthet λάσανα. – Sprichwörtl. λαχάνων προσθῆκαι, ἐπὶ τῶν μηδὲν ὠφελούντων, Diogen. 2, 52.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 légume, plante potagère;
2 τὰ λάχανα, marché aux légumes.
Étymologie: DELG pê d'une racine signifiant « creuser autour », càd « jardiner » ; cf. λαχή, λαχαίνω.
Russian (Dvoretsky)
λάχᾰνον: (λᾰ) τό
1 тж. pl. огородное растение, овощ, зелень Arph., Plat. etc.;
2 pl. овощной рынок Arph. (ἐν τοῖς λαχάνοισι περιέρχεσθαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λάχᾰνον: τό, (λᾰχαίνω) τὸ πλεῖστον ἐν τῶ πληθ., τοῦ κήπου λάχανα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄγρια, λάχανα ἐδώδιμα, Λατ. olera, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 10, Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 15, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πολ. 372C, κτλ.· λάχανα καλοῦμεν τὰ πρὸς τὴν χρείαν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2· ἀλλ’ ὡσαύτως, λ. ἄγρια Ἀριστοφ. Θεσμ. 456, Πλ. 298· - τὸ ἑνικ. εἶναι σπανιώτερον, οὐδὲ λ. οὐδέν... ὁρῶ, οὐδὲ ἓν λάχανον, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 19· ὥστε μηδὲ λ. γενέσθαι ἐν τῷ κήπῳ Δημ. 1225. 14· ἐν τῷ λ. τούτῳ, δηλ. τῇ θριδακίνῃ, Εὔβουλ. ἐν «Ἀστύτοις» 1, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 25. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ἡ τῶν λαχάνων ἀγορά, «λαχανοπάζαρον», Ἀριστοφ. Λυσ. 557, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 1. 8, Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 22· πρβλ. ἰχθὺς ΙΙ.
English (Strong)
from lachaino (to dig); a vegetable: herb.
English (Thayer)
λαχανου, τό (from λαχαίνω to dig; hence, herbs grown on land cultivated by digging; garden-herbs, as opposed to wild plants); any potherb, vegetables: Aristophanes, Plato, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
λάχᾰνον: τό (λᾰχαίνω)·
1. κυρίως στον πληθ., λάχανα του κήπου, Λατ. olera, σε Πλάτ., κ.λπ.
2. επίσης στον πληθ., λαχαναγορά, μανάβικο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λάχᾰνον, ου, τό, [λᾰχαίνω]
1. mostly in plural garden-herbs, potherbs, vegetables, greens, Lat. olera, Plat., etc.
2. in plural also, the vegetable-market, green-market, Ar.
Chinese
原文音譯:l£canon 拉哈農
詞類次數:名詞(4)
原文字根:青菜 相當於: (עֵשֶׂב)
字義溯源:蔬菜,藥草,菜,菜蔬;源自(λατρεύω)X*=挖掘)。比較: (βοτάνη)=草本植物; (βόσκω)=草場
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 菜蔬(3) 太13:32; 可4:32; 路11:42;
2) 蔬菜(1) 羅14:2
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό λαχαίνω (=σκάβω).
Παράγωγα: λαχανεία (=καλλιέργεια λάχανων), λαχανεύς, λαχανίζομαι (=μαζεύω λάχανα), λαχανικός, λαχανοπώλης (=μανάβης).