ἐκτροπή

Revision as of 20:35, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, (ἐκτρέπω)
A turning off or turning aside, ἐκτροπὴ ὕδατος diversion of water from its channel, Th.5.65; διὰ τὰς ἐκτροπὰς τὰς ἐπὶ τὴν χώραν on account of [the river] being turned off over the country, Plb.9.43.5.
II (from Med.) turning aside, escape, μόχθων from labours, A.Pr.913; ἐ. (sc. λόγον) a digression, Pl.Plt.267a, Aeschin.3.206 (pl.), D.Chr.7.128 (pl.); ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν the point from which we digressed, Plb.4.21.12; πολλὰ μὲν οὖν τὰ αἴτια τῆς ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτροπῆς = there are many causes for their resorting to these explanations Arist.Metaph. 1089a1.
2 fork, branch in a road, Ar.Ra.113, E.Ba.881, X. HG7.1.29, Aen.Tact.15.6 (pl.); bypath, σκολιαὶ ἐκτροπαί D.S.3.15,26, cf. Varro Sat.Men.Fr.418B.
b branch of a canal, PPetr.2p.40 (iii B.C.).
3 ἐκτροπὴ ὀνόματος a collateral from, Ath.11.490e.
4 ἐκτροπαὶ ποταμῶν overflowings, Lyd.Ost.55.
5 metaph., change of life, Philostr.VA6.36.
6 Astrol. t.t., moment of birth, Vett.Val. 51.37,al., Ptol.Tetr.108.
b = ὡροσκόπος (horoscope), Paul.Al.R.1.
7 Medic., eversion of the eyelid, Antyll. ap. Aët.7.74, Id. ap. Orib.10.23.24.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
A I1escapatoria, liberación μόχθων A.Pr.913.
2 desvío, desviación ἡ τοῦ ὕδατος ἐ. Th.5.65.
3 vuelta, cambio παρατηροῦσι τῶν ἐλεφάντων τὰς εἰσόδους καὶ τὰς ἐκτροπάς los cazadores acechan las idas y venidas de los elefantes D.S.3.26, de vida δεῖ δέ σοι ἐκτροπῆς ... καὶ μεταβολῆς ἤδη τινὸς τῶν τρόπων Philostr.VA 6.36.
II concr., de conductos, vías
1 ref. cursos de agua desvío, ramal αἱ ἐκτροπαὶ αἱ ἐπὶ τὴν χώραν Plb.9.43.5
desbordamiento ποταμῶν Lyd.Ost.55
en el mar estrecho, brazo de mar στενοὶ ... αὐλῶνες σκολιαῖς ἐκτροπαῖς D.S.3.15
bifurcación en un canal de riego PPetr.2.13.15.1 (III a.C.).
2 desvío, bivio, cruce de caminos φράσον μοι ... ἐκτροπάς, κρήνας, ὁδούς Ar.Ra.113, cf. Aen.Tact.15.6, νεκροὺς θάπτειν κελεύθου ... πρὸς ἐκτροπάς enterrar a los muertos junto a los cruces del camino E.Rh.881, ὡς δὲ ἐγένοντο ἐν τῇ ἐπ' Εὐτρησίους ἐκτροπῇ cuando llegaron al desvío de Eutresis X.HG 7.1.29.
3 meton. albergue, por estar situado en cruces de caminos: ectropas esse multas, omnino tutum esse sed spissum iter Varro Sat.Men.418.
B usos téc.
I medic., anat.
1 derivación, revulsión ἀποστάσιες ἢ διὰ φλεβῶν ... ἢ νεύρων ... ἢ ἐκτροπέων ἑτέρων Hp.Epid.2.1.7.
2 eversión del párpado, Antyll. en Aët.7.74, en Orib.10.23.24, del ano, Cass.Fel.74.
II lingüíst., ret.
1 digresión προσθεὶς τὴν ἐκτροπὴν οἷον τόκον Pl.Plt.267a, πολλὰ ... τὰ αἴτια τῆς ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτροπῆς Arist.Metaph.1089a1, τῶν λόγων Aeschin.3.206, cf. D.Chr.7.128, ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν volveremos al punto de partida de nuestra digresión Plb.4.21.12.
2 variante ἡ δὲ τοῦ ὀνόματος ἐ. Ath.490e.
III astrol.
1 momento del nacimiento τὴν Σελήνην εὑρήσεις ἐπὶ τοῦ κατὰ ἐκτροπὴν ὡροσκόπου Vett.Val.51.10, cf. 61.1, 144.16, Ptol.Tetr.3.2.7.
2 parte del horóscopo correspondiente al día del nacimiento ἐ. λέγεται ἡ τῆς ἀποκυητικῆς ἡμέρας ὡροσκοποῦσα μοῖρα Paul.Al.89.14.

German (Pape)

[Seite 783] ἡ, 1) die Abwendung, Ablenkung; ὕδατος Thuc. 5, 65; Pol. 9, 43, 5; übertr., μόχθων Aesch. Prom. 913. – 2) die Abweichung bes. λόγου, d. i. Abschweifung vom Gegenstande der Rede, Aesch. 3, 206, wie Plat. Polit. 267 a; αὖθις ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν, wir kehren zu dem Punkte, von dem wir abgeschweift sind, zurück, Pol. 4, 21, 12. – Der Ort, wohin man, um auszuruhen, vom Wege abbiegt, deverticulum, Ar. Ran. 113 Xen. Hell. 7, 1, 29; der Neben-, Ausweg, D. Sic. 3, 14. Bei den Gramm. = Nebenform, Ath. XI, 490 e.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de détourner;
II. 1 action de se détourner : ἐκτροπὴ λόγου ESCHN ou simpl. ἐκτροπή PLAT digression;
2 lieu où l'on fait une halte, auberge (cf. lat. diversorium, diverticulum).
Étymologie: ἐκτρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτροπή:
1 отведение, отвод (ὕδατος Thuc.; pl. τῶν χιόνων ἐπὶ τὴν χώραν Polyb.; перен. τῶν νόσων εἰς τὰ μὴ κύρια μέρη τοῦ σώματος Plut.);
2 (пред)отвращение, предупреждение, отклонение (μόχθων Aesch.);
3 (тж. ἐ. λόγου Aeschin.) отступление, уклонение в сторону Plat.: αὖτις ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν Polyb. сейчас мы вернемся к вопросу, от которого отвлеклись;
4 поворот: ἐ. (τῆς) ὁδοῦ Arph., Xen., Plut. поворот дороги, место отдыха или привала;
5 боковая тропа (σκολιαὶ ἐκτροπαί Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροπή: ἡ, (ἐκτρέπω) ἡ εἰς τὸ πλάγιον τροπή, τὴν τοῦ ὕδατος ἐκτροπήν, τὴν τροπὴν αὐτοῦ εἰς τὸ πλάγιον ἔξω τῆς κοίτης αὐτοῦ, Θουκ. 5. 65˙ διὰ τὰς ἐκτροπὰς τὰς ἐπὶ τὴν χώραν, διὰ τὰς διαφόρους διεξόδους τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ ἐπὶ τὴν χώραν, Πολύβ. 9. 43. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τὸ τρέπεσθαι κατὰ μέρος, ἀποφυγή, μόχθων Αἰσχύλ. Πρ. 913· ἐκτρ. λόγου, παρέκβασις, Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, πρβλ. Αἰσχίν. 83. 26˙ ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτρ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 5. 2) ἐκτρ. ὁδοῦ, ὅπου τις ἐκτραπῆναι δύναται ἐκ τῆς ὁδοῦ, τόπος ἀναπαύσεως, καταφύγιον, Λατ. deverticulum, Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 881, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29. 3) τόπος ἔνθα ἐκτρέπεταί τις, ἔνθα ποιεῖταί τις παρέκβασιν, Πολύβ. 4. 21, 12˙ πάροδος, μονοπάτι, «παράμερος» δρόμος, Δίοδ. 3. 14: - Μεταφ., τοῦ ὀνόματος ἐκτροπή, παραλλαγή, ἀντικατάστασις δι’ ἑτέρας ἰσοδυνάμου λέξεως, Ἀθήν. 490Ε.

Greek Monolingual

η (AM ἐκτροπή)
απομάκρυνση από την αρχική κατεύθυνση, απόκλιση
νεοελλ.
(πυροβ.)
1. απόκλιση του βλήματος από το κατακόρυφο επίπεδο βολής
2. (κοσμογρ.) η απομάκρυνση κινούμενου σώματος από την κανονική του τροχιά
αρχ.
1. (ειδ.) παροχέτευση νερού ποταμού με διώρυγα
2. διώρυγα
3. αποφυγή, έκκλιση, αποστροφή
4. (για λόγο) παρέκβαση, το σημείο όπου γίνεται η παρέκβαση
5. διακλάδωση, διχασμός δρόμου, σταυροδρόμι
6. (για δρόμο) στροφή
7. πάροδος, παράμερος δρόμος, μονοπάτι
8. διακλάδωση διώρυγας
9. (για όνομα) παραλλαγή, άλλος τύπος
10. (για ποταμό) ξεχείλισμα
11. αλλαγή βίου, μεταβολή τρόπου ζωής
12. ωροσκόπος
13. διανοητική παράκρουση
14. αστρολ. η στιγμή του τοκετού
15. ιατρ. αναστροφή του βλεφάρου.

Greek Monotonic

ἐκτροπή: ἡ (ἐκτρέπω),
I. αλλαγή, μεταβολή πορείας ή στροφή προς τα πλάγια (δεξιά, αριστερά), σε Θουκ.
II. 1. (από Μέσ.) στροφή προς τα πλάγια, αποφυγή, μόχθων, από τους κόπους, σε Αισχύλ.
2. ἐκτρ. ὁδοῦ, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να βγει έξω από το δρόμο, τόπος ανάπαυσης, καταφύγιο, παράμερο μέρος, μονοπάτι, Λατ. deverticulum, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐκτροπή, ἡ, ἐκτρέπω
I. a turning off or aside, Thuc.
II. (from Mid.) a turning aside, escape, μόχθων from labours, Aesch.
2. ἐκτρ. ὁδοῦ a place to which one turns from the road, a resting-place, Lat. deverticulum, Ar.

English (Woodhouse)

digression, resting-place, means of escape, resting place, way of escape