ἀγχόνη

From LSJ
Revision as of 16:59, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχόνη Medium diacritics: ἀγχόνη Low diacritics: αγχόνη Capitals: ΑΓΧΟΝΗ
Transliteration A: anchónē Transliteration B: anchonē Transliteration C: agchoni Beta Code: a)gxo/nh

English (LSJ)

ἡ, (ἄγχω)
A rope for hanging, noose, strangling, hanging, ἀγχόνης . . τέρματα A.Eu.746; ἔργα κρείσσον' ἀγχόνης deeds too bad for hanging, S.OT1374; τάδ' ἀγχόνης πέλας 'tis nigh as bad as hanging, E.Heracl.246; ταῦτ' οὐχὶ . . ἀγχόνης ἔστ' ἄξια; Id.Ba.246; ταῦτα . . οὐκ ἀ.; Ar.Ach.125; οἱ δ' ἀγχόνην ἥψαντο Semon.1.18: rare in Prose, ἀ. καὶ λύπη Aeschin.2.38:— in plural, ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.200, cf. ib.299, HF154; αἱ τ' ἀγχόναι μάλιστα τοῖς νέοις Arist.Pr.954b35.
II = μανδραγόρας (mandrake), Ps.-Dsc. 4.75.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
I 1cuerda, soga, lazo, cuerda de horca ἀγχόνην ἅψαντο se ataron una soga Semon.2.18, cf. A.Fr.47a.1.14, βροχωτὸν ἀγχόνην ἐπισπάσας Neophr.3.2, κρεμαστὸς ἀγχόνης E.Hipp.802, γυνή, κρεμαμένη μὲν ἐξ ἀγχόνης Plu.Brut.31, cf. Apollod.3.13.3
fig. del brazo con que se estrangula βραχίονος ... ἀγχόναισι E.HF 154.
2 estrangulamiento, horca, acción de ahorcar ἀγχόνης ... τέρματ' A.Eu.746, ἔργα κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα crímenes que no se pagan con la horca S.OT 1374, τάδ' ἀγχόνης πέλας casi tan malo como la horca E.Heracl.246, δέσποιναν εἴργουσ' ἀγχόνης E.Andr.816, ἀγχόνης μοι δεῖ la horca es lo que necesito Alciphr.3.3.1, διὰ τῆς ἀγχόνης ἀπόλλυσθαι Plb.12.16.11
en plu. ἀγχόνας κραίνουσιν acaban por ahorcarse Hp.Virg.1, ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.200, αἱ ἀγχόναι μάλιστα τοῖς νέοις el ahorcarse es más propio de jóvenes Arist.Pr.954b35
fig. ἄρτον ἀγχόνης pan de estrangulamiento (el de los sacrificios paganos) Asen.B.8.5.
3 tormento, sufrimiento τοῦτο δὲ ἦν ἄρα ἀ. καὶ λύπη τούτῳ Aeschin.2.38, fig. de un asunto, Luc.Tim.45.
II bot. mandrágora, Mandragora autumnalis Bertol., Ps.Dsc.4.75.
• Etimología: Cf. ἄγχω.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 action d'étrangler, de pendre ; ἔργα κρείσσον’ ἀγχόνης SOPH crimes trop graves pour être expiés seulement par la strangulation ; ἀγχόνη ἂν γένοιτο τὸ πρᾶγμα αὐτοῖς LUC il y aurait eu pour eux de quoi se pendre;
2 lacet pour étrangler, pendre.
Étymologie: ἄγχω.

German (Pape)

ἡ, das Erdrosseln, Erhenken, τέρμα ἀγχόνης, dem φάος βλέπειν gegenüber, Aesch. Eum. 716; oft bei Eur. bes. im plur., z.B. βραχίονος ἀγχόναισιν ἐξελεῖν λέοντα, mit den Armen ihn erdrosseln, Herc.F. 153; βρόχος ἀγχόνης Hippol. 802; auch der Strick selbst, ἐν ἀγχόναις θάνατον ἔλαβε Hel. 201; vgl. Hippol. 776. Zu merken sind Wendungen wie ἔργα κρείσσον' ἀγχόνης Soph. O.R. 1374, die nicht mit dem Erhenken gebüßt werden; ταῦτ' οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἐστ' ἄξια Eur. Bacch. 246; wofür Ar. kurz sagt: ταῦτα δῆτ' οὐκ ἀγχόνη; ist das nicht zum Erhenken ? Ach. 125; ἀγχόνη ἂν γένοιτο τὸ πρᾶγμα αὐτοῖς, das wurde ihnen die Kehle zuschnüren, Luc. Tim. 45. Dah. überhaupt Angst und Qual, ἀγχ. καὶ λύπη τούτῳ ἦν Aesch. 2.38. – Sonst in Prosa bei Plut. und Sp. (Vetera Lexica machen einen Akzentunterschied: ἀγχονή, das Erhenken, ἀγχόνη, der Strick, der sich in den mss. nicht beobachtet findet.)

Russian (Dvoretsky)

ἀγχόνη:
1 удушение, повешение: ἀγχόνης τέρματα Aesch. смерть от повешения; ἔργα κρείσσον᾽ ἀγχόνης Soph. дела, за которые повесить мало; ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἐπάξια; Eur. разве это не заслуживает повешения?;
2 веревка для удушения, петля Eur., Arph.;
3 перен. пытка, мука (ἀ. καὶ λύπη Aeschin.): ἀ. γἄρ ἂν τὸ πρᾶγμα γένοιτο αὐτοῖς Luc. ибо это стало бы для них источником терзаний.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνη: ἡ, (ἄγχω) κρέμασμα, στραγγάλισμα, πνίξιμον, Τραγ. κτλ.· ἀγχόνης… τέρματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 746· ἔργα κρείσσον ἀγχόνης, ἄξια μείζονος τιμωρίας, παρὰ πολὺ κακά, δηλ. δι’ ἀγχόνην, Σοφ. Ο. Τ. 1374· τάδ’ ἀγχόνης πέλας, σχεδὸν ἐπίσης κακὰ ὅσον καὶ ἡ ἀπαγχόνισις, Εὐρ. Ἡρακλ. 246· ταῦτ’ οὐχὶ... ἀγχόνης ἐπάξια; ὁ αὐτ. Βάκχ. 246· ταῦτα.. οὐκ ἀγχόνη; Ἀριστοφ. Ἀχ. 125· σπάν. παρὰ πεζοῖς: ἀγχόνη καὶ λύπη, Αἰσχίν. 33. 18: ― ἐν τῷ πλθ., ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν, Εὐρ. Ἑλ. 200· πρβλ. αὐτ. 299, Ἡρακλ. Μαιν. 154· αἱ ἀγχ. μάλιστα τοῖς νέοις, Ἀριστ. πρβλ. 30. 1, 26. ΙΙ. ὁ βρόχος, τὸ σχοινίον, ὃ μεταχειρίζονται πρὸς ἀπαγγχόνισιν, ἡ «θηλειά», Σιμων. Ἰαμβ. 1. 18· βρόχος ἀγχόνης ἐν Εὐρ. Ἱππ. 802.

Greek Monotonic

ἀγχόνη: ἡ (ἄγχω), πνίξιμο, στραγγάλισμα, κρέμασμα, σε Τραγ. κ.λπ.· ἔργακρείσσον' ἀγχόνης, πράξεις μεγαλύτερης τιμωρίας (πάρα πολύ άσχημες), δηλ. πράξεις για αγχόνη, κρεμάλα, ή για τιμωρία χειρότερη από κρέμασμα, σε Σοφ.· τάδ'ἀγχόνης πέλας, κακά σχεδόν όσο και ο απαγχονισμός, σε Ευρ.· στον πληθ., ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν, πεθαίνω μέσω απαγχονισμού, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: = μανδραγόρα (Ps.-Dsc.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

Middle Liddell

ἄγχω
a throttling, strangling, hanging, Trag., etc.; ἔργα κρείσσον' ἀγχόνης deeds beyond (i.e. too bad for) hanging, Soph.; τάδ' ἀγχόνης πέλας 'tis nigh as bad as hanging, Eur.; in plural, ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν to die by hanging, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=κρέμασμα, πνίξιμο, θηλειά). Ἀπό τό ρῆμα ἄγχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγχω.

Translations

hanging

Arabic: شَنْق‎; Bulgarian: обесване; Chinese Mandarin: 縊死, 缢死, 絞刑, 绞刑, 吊死; Czech: oběšení; Dutch: verhanging, verhangen; Esperanto: pendumo; Finnish: hirttäminen; French: pendaison; German: Erhängung; Greek: απαγχονισμός; Ancient Greek: ἀγχόνη; Hungarian: akasztás; Icelandic: henging; Italian: impiccagione; Japanese: 絞首刑, 絞殺刑; Kurdish Central Kurdish: خنکاندن‎; Latin: suspendium; Latvian: kāršana, pakāršana; Lithuanian: korimas, pakorimas; Persian: اعدام کردن‎, دار زدن‎; Polish: powieszenie; Portuguese: forca, enforcamento; Russian: повешение; Spanish: ahorcamiento; Swedish: hängning, galgen