πλοκαμίς
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, poet. for sq., A lock or braid of hair, Euph.140, Bion 1.20, Nonn.D.4.133, 5.385: collectively in sg., braided hair, τοῦ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Theoc.13.7. II = πλεκτάνη ΙΙ, in plural, Opp.H.2.125, C.3.179.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
1 boucle de cheveux ; au sg. coll. chevelure bouclée;
2 crinière d'animal.
Étymologie: πλόκαμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλοκαμίς -ῖδος, ἡ [πλόκαμος] (haar)lok, krul; sing. collect. (haar)lokken, krullen. Theocr. Id. 13.7.
German (Pape)
ῖδος, ἡ, poet. statt πλόκαμος, zu dem es der Form nach dim. ist, Flechte, Locke; auch kollektiv das lockige Haupthaar im Ganzen, Theocr. 13.7; Bion 1.20; Agath. 32 (VI.59); Opp. Hal. 5.125.
[Die Länge des ι im nom. ist nach Draco p. 23.20, 45.23 ionisch; bei den Attikern kurz; aber in den andern Casus ist ι überall lang.]
Russian (Dvoretsky)
πλοκᾰμίς: ῖδος ἡ кудри, локоны Theocr., Anth.
Greek Monotonic
πλοκᾰμίς: -ῖδος, ἡ, = πλόκαμος, βόστρυχος ή πλεξίδα μαλλιών, λέγεται για τις γυναίκες, σε Βίωνα· στον ενικ., μαλλιά σγουρά, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πλοκᾰμίς: -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ πλόκαμος, πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας κόμης, ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», κόμη οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― Κατὰ τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «πλοκαμίς, ὁ οὖλος βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ ἐμπλοκή».
Middle Liddell
πλοκᾰμίς, ῖδος, = πλόκαμος
a lock or braid of hair, of women, Bion.: in sg. curling hair, Theocr.