ἀντερείδω

From LSJ
Revision as of 17:41, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντερείδω Medium diacritics: ἀντερείδω Low diacritics: αντερείδω Capitals: ΑΝΤΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: antereídō Transliteration B: antereidō Transliteration C: antereido Beta Code: a)nterei/dw

English (LSJ)

A set firmly against, χειρὶ χεῖρ' ἀντερείσαις clasping hand in hand, Pi.P.4.37; but ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων Id.Pae.6.87; ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ E.Supp.702; ἀντερείδω ξύλα [τῷ πύργῳ] set wooden stays or props against it, X.HG5.2.5; ἀντερείδω βάσιν plant it firm, S.Ph.1403; λίθοι οἱ ἀντερείδοντες τὰς περιφερεῖς στέγας springers of a vault, Demetr.Eloc.13.
II intr., stand firm, resist pressure, offer resistance, opp. ὑπείκω, X.Cyr.8.8.16, cf. Cyn.10.16, Pl.Ti.45c, Arist. MA698b18, Epicur.Fr.76 bis; exert counter-pressure, θέναρι ἀ. Hp. Fract.14; τὸ ὠθούμενον ἀντερείδειν ὅθεν ὠθεῖται offers resistance in the direction from which the pressure comes, Arist.Mech.858a26; πρός or περί τι, Plu.2.924d, 923e.
2 metaph., exert mutual pressure, of contending politicians, Phld.Rh.2.51 S. (dub.); simply, argue against, Sor.2.57.

Spanish (DGE)

I tr.
1 c. ac. y a veces dat. de cosa apoyar ἀντέρειδε ... βάσιν σήν pon firmemente los pies en el suelo S.Ph.1403, ξύλα ἀντήρειδον (τῷ πύργῳ) apuntalaban (una torre) X.HG 5.2.5, de ahí χειρὶ ... χεῖρ' ἀντερείσαις tomando la mano con la mano Pi.P.4.37, τοῖς λίθοις τοῖς ἀντερείδουσι τὰς περιφερεῖς στέγας a las piedras de una bóveda Demetr.Eloc.13.
2 c. ac. de cosa y dat. de pers. empujar contra, clavar ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ E.Supp.702, abs. ἀντερείσαντα ἔχειν mantener (la jabalina) clavada empujando X.Cyn.10.16
fig. oponer Ἥρᾳ μένος ἀν[τ] ερείδων oponiendo a Hera su valor Pi.Fr.52f88.
3 resistir a en v. pas. encontrar resistencia ἀντερείδεσθαι γὰρ τὸ θερμὸν ἀπὸ τοῦ ψυχροῦ Pythag.B 1a.
II intr.
1 ofrecer resistencia abs. ὅπως μὴ ἀντερείδῃ τὸ δάπεδον ἀλλ' ὑπείκωσιν αἱ τάπιδες X.Cyr.8.8.16, οὔτε πτῆσις ... εἰ μὴ ὁ ἀὴρ ... ἀντερείδοι Arist.MA 698b18, τὸ ὠθούμενον ἀντερείδειν ὅθεν ὠθεῖται Arist.Mech.858a27, de los que llegan al Hades, Luc.DMort.27.1
c. πρός y ac. chocar ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ τὸ προσπῖπτον ἔνδοθεν πρὸς ὃ τῶν ἔξω συνέπεσεν Pl.Ti.45c, πρὸς τοῦτο Plb.24.13.7.
2 c. dat. ejercer presión sobre θέναρι Hp.Fract.13, abs. τὰ μαλάκια συμπλέκεται κατὰ τὸ στόμα, ἀντερείδοντα los cefalópodos se acoplan por la boca apoyándose mutuamente Arist.GA 720b16
fig. ὡς [ἀν] τε[ρ] εί[δο] ντες οἱ μὲ[ν] ἄρχουσιν, οἱ δ' ἄρχειν ἀξιοῦσιν Phld.Rh.2.51
arguir contra οὐδείς ἐστιν ὁ ἀντερείσας αὐτῷ καὶ ἀντειπών Sor.135.1.

German (Pape)

[Seite 247] 1) entgegenstämmen, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις Pind. P. 4, 37; δόρυ τινί Eur. Suppl. 724; βάσιν, fest auftreten, Soph. Phil. 389; ξύλα τινί. durch Balken stützen, Xen. Hell. 5, 2, 5. – 2) intrans., sich entgegenstellen, Widerstand leisten. Plat. Tim. 45 c; Xen. Cyr. 8, 8, 16; τινί, Plut. Num. 20; πρός τι, Pol. 40, 5.

French (Bailly abrégé)

1 tr. appuyer contre, arc-bouter : ξύλα XÉN appuyer des étais (contre une tour);
2 intr. tenir ferme contre, offrir de la résistance à, dat. ou πρός et l'acc..
Étymologie: ἀντί, ἐρείδω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντερείδω:
1 упирать (τί τινι Pind. и τι πρός τι Luc.): ἀ. ξύλα τινί Xen. подпирать что-л. бревнами; ἀ. βάσιν Soph. твердо стать на ноги; ἀ. δόρυ τινί Eur. разить кого-л. копьем;
2 оказывать сопротивление (Xen., Plat.; τοῖς πολεμίοις Plut.; πρὸς τὴν ἄνοιάν τινος Polyb.): μηδενὸς ἀντερείσαντος Arst. ввиду отсутствия какого бы то ни было сопротивления.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερείδω: στηρίζω ἐπὶ ἄλλου, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις, συνάψας χεῖρα μὲ χεῖρα, Πινδ. Π. 4. 65· ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ Εὐρ. Ἱκ. 702· ἀντ. ξύλα [τῷ πύργῳ], θέτω ξύλινα ὑποστηρίγματα εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀντ. βάσιν, τοποθετῶ στερεῶς, Σοφ. Φ. 1403. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι σταθερός, ἀνθίσταμαι εἰς πίεσιν, παρέχω ἀντίστασιν, ἀντίθ. τῷ ὑπείκω, Ξεν. Κύρ. 8. 8. 16, πρβλ. Κυν. 10. 16, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ἀριστ., κτλ.· θέναρι ἀντ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· τὸ ὠθούμενον ἀντ. ὅθεν ὠθεῖται, παρουσιάζει ἀντίστασιν πρὸς τὸ μέρος ἐξ οὗ πιέζεται, Ἀριστ. Μηχαν. 34. 1, κτλ.

English (Slater)

ἀντερείδω put out τι to meet τινι. χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις (P. 4.37) ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων i. e. pitting his strength against (Pae. 6.88)

Greek Monolingual

ἀντερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω κάτι πάνω σε άλλο
2. στηρίζω, τοποθετώ κάτι στερεά
3. τοποθετώ υποστηρίγματα
4. μένω σταθερός, αντιστέκομαι σε πίεση
5. ασκώ πίεση αμοιβαία με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντερείδω: μέλ. -σω,
I. στηρίζω ενάντια σε, τί τινι, σε Ευρ.· ἀντ. ξύλα (τῷ πύργῳ), χρειάζομαι ξύλινα υποστηρίγματα έναντι προς, σε Ξεν.· ἀντ. βάσιν, την τοποθετώ στέρεα, σε Σοφ.
II. αμτβ., στέκομαι σταθερός, αντιστέκομαι, παρέχω αντίσταση, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἀντέρεισις
I. to set firmly against, τί τινι Eur.; ἀντ. ξύλα [τῶι πύργωι] to set wooden props against it, Xen.; ἀντ. βάσιν to plant it firm, Soph.
II. intr. to stand firm, resist pressure, Xen.