ἀπόνοια

From LSJ
Revision as of 16:21, 26 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τὸ ἀναίσχυντον; Hungarian:" to "τὸ ἀναίσχυντον; German: Schamlosigkeit; Hungarian:")

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόνοια Medium diacritics: ἀπόνοια Low diacritics: απόνοια Capitals: ΑΠΟΝΟΙΑ
Transliteration A: apónoia Transliteration B: aponoia Transliteration C: aponoia Beta Code: a)po/noia

English (LSJ)

ἡ, (νοῦς] A loss of all sense, 1 of fear and hope, desperation, εἰς ἀ. καταστῆσαί τινα to make one desperate, Th.1.82,7.67, cf. Nicol.Com.1.43, Plb.2.35.2, D.H.6.23. 2 of right perception, madness, D.18.249, 25.32, Phld.Lib.p.110., PGiss.8.7.8 (ii A.D.), Alciphr.1.3: in plural, Plb.1.70.5. 3 rebellion, ἀ. καὶ στάσις Antig. ap.Heph.Astr.2.18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desesperación ἐς ἀπόνοιαν καταστήσαντας αὐτούς Th.1.82, cf. 7.67, Nicol.Com.1.43, Thphr.Char.6.1, μὴ πρὸς ἀπόνοιαν τράπωνται D.H.6.23, del demonio εἰς ἀπόνοιαν ἐμπεσεῖν Chrys.Thdr.17.53
ἡ Ἀ. Desesperación n. dado a un decreto votado por los focenses, Plu.2.244d.
2 locura, insensatez D.18.249, 25.32, Hyp.Lyc.5, Phld.Lib.p.11, POxy.237.6.17 (II d.C.), PGiss.87.8 (II d.C.), PAmh.84.24 (II/III d.C.), PLips.119.14 (III d.C.), PTeb.424.4 (III d.C.).
3 temeridad, atrevimiento ἀ. καὶ τόλμα Plb.2.35.2, 33.10.6, τῶν πολεμίων Plb.1.82.1, τῶν πλεόντων Alciphr.1.3.2, de los herejes, Gr.Naz.Ep.125
arrogancia, insolencia τῶν ἐργαστηριαρχῶν IEphesos 215.16 (I/II d.C.), del pecado de los ángeles, Chrys.M.62.470 (bis), cf. 58.625B.
4 rebelión ἀ. καὶ στάσις Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.24.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Verzweiflung, εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, zur V. bringen, Thuc. 1, 82; Wahnsinn, Unsinn, bes. sittliche Verworfenheit, vgl. Theophr. Char. 6; Din. 1, 82; Gegensatz λογισμὸς καὶ αἰδώς Detn. 25, 32; Pol. 1, 70: Luc. Nigr. 23. Auch verzweifelter Muth, Pol. 1, 82 u. öfter; wie Plut. Cic. 31, der Alc. 13 ἀναισχυντία καὶ ἀπ. der εὐτολμία καὶ ἀνδρεία entgegensetzt.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de raison :
1 désespoir;
2 fol emportement;
3 folle témérité.
Étymologie: ἀπό, νόος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόνοια:
1 безрассудство, безумие Dem., Polyb., Plut., Luc.;
2 потеря самообладания, отчаянность Thuc., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόνοια: ἡ, (νοῦς) ἔλλειψις πάσης αἰσθήσεως. 1) φόβου καὶ ἐλπίδος, ἀπόγνωσις, εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 1. 82., 7. 67: ἀνταρσία, Σωζομ. 6. 37, 15, κ. ἀλλ. 2) ἔλλειψις πάσης ὀρθῆς ἀντιλήψεως, ἔκστασις φρενῶν, παραφροσύνη, Λατ. dementia, Δημ. 310. 9, 779. ἐν τέλ.: ― ἐν τῷ πληθ. Πολύβ. 1. 70, 5.

Greek Monolingual

ἀπόνοια, η (Α) νους
1. απόγνωση, απελπισία
2. παράνοια, παραφροσύνη.

Greek Monotonic

ἀπόνοια: ἡ, έλλειψη κάθε συναίσθησης, λέγεται·
1. για φόβο, απελπισία, απόγνωση· εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, οδηγώ κάποιον στην απόγνωση, σε Θουκ.
2. για την έλλειψη ορθής αντίληψης, παράνοια, παραφροσύνη, Λατ. dementia, σε Δημ.

Middle Liddell

ἀπονοέομαι
loss of all sense,
1. of fear, desperation, εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα to make one desperate, Thuc.
2. of right perception, madness, Lat. dementia, Dem.

English (Woodhouse)

despair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

shamelessness

Armenian: անամոթություն; Azerbaijani: arsızlıq, utanmazlıq, utanmamazlıq, abırsızlıq, həyasızlıq; Catalan: desvergonyiment; Esperanto: senhonteco; Finnish: häpeämättömyys; French: dévergondage, impudicité; Georgian: უსირცხვილობა; Greek: αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, ανεντροπιά, ξετσιπωσιά, ξετσίπωμα, έλλειψη τσίπας, έλλειψη ντροπής, αναισχυντία, αναισχυντηλία, αποθράσυνση, αναίδεια; Ancient Greek: ἀδιατρεφία, ἀδιατρεψία, ἀναγωγία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναισχύντημα, ἀναισχυντία, ἀνδρεία, ἀπόνοια, ἀχρωμία, βδελυρία, παρρησία, τὸ ἀναιδές, τὸ ἀναίσχυντον; German: Schamlosigkeit; Hungarian: szégyentelenség; Irish: neamhnáire, mínáire, ainfhéile; Italian: spudoratezza, inverecondia; Japanese: 厚顔無恥; Korean: 파렴치, 몰염치; Latin: impudentia; Norwegian Bokmål: skamløshet; Ottoman Turkish: عارسزلق‎; Polish: bezpruderyjność, bezwstyd, bezwstydność; Portuguese: impudor, despudor; Russian: бесстыдство; Spanish: sinvergonzonería, desvergüenza, desfachatez; Turkish: yüzsüzlük