σχίζα

From LSJ
Revision as of 16:19, 8 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίζα Medium diacritics: σχίζα Low diacritics: σχίζα Capitals: ΣΧΙΖΑ
Transliteration A: schíza Transliteration B: schiza Transliteration C: schiza Beta Code: sxi/za

English (LSJ)

ης, ἡ, (σχίζω) A piece of wood cut off, lath, splinter, σχίζῃ δρυός Od.14.425, cf. Ar.Pax 1032: pl., wood cleft small, esp. firewood, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηρούς] Il.1.462, cf. PCair.Zen.191.5 (iii B.C.), IG 22.1366.11; τὰ μὲν . . σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Il.2.425. 2 shaft, dart, LXX 1 Ki.20.20 sq., 1 Ma.10.80, AP6.282 (Theod.); so σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν IG22.1629.996.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, ion. σχίζη, kleingespaltenes Holz, bes. zum Kochen, Braten, beim Opfern, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς Il. 1, 462, τὰ μὲν ἂρ σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον, 2, 425; Ar. Pax 989. 996; übh. ein Scheit, Stück Holz, Od. 14, 425, wo es zum Tödten des Schweines gebraucht wird; auch wie σχίδη, σχίδαξ, σχῖδος, Splitter, Spleiß, u., nach dem von solchen Scheiten gemachten Gebrauche, Schindel, Fackel, Pfeil, LXX. u. a. Sp. – Spaltung, Trennung, Synes.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
éclat de bois, copeau.
Étymologie: σχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχίζα -ης, ἡ [~ σχίζω] gekloofd stuk hout, houtblok.

Russian (Dvoretsky)

σχίζα: ион. σχίζηщепка, лучина или полено Hom., Arph.; pl. дрова Hom.

English (Autenrieth)

split wood; δρυός, oaken billet, Od. 14.425.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σκίζα Ν, και ιων. τ. σχίζη Α
1. απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι (α. «κόψε σχίζες για το τζάκι» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», Ομ. Οδ.)
2. τεμάχιο ξύλου που με την καύση του παρέχεται φωτισμός
μσν.-αρχ.
διαχωρισμός οδών
αρχ.
1. βέλος
2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ σχίζαι
τα καυσόξυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίδ- < θ. σχιδ- του σχίζω].

Greek Monotonic

σχίζα: Ιων. σχίζη, -ης, (σχίζω
1. κομμάτι ξύλου που έχει αποσχισθεί, ροκανίδι, πελεκούδι, σκλήθρα, Λατ. scindula, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ξύλα σχισμένα σε μικρά κομμάτια, καυσόξυλα, σε Όμηρ.
2. βέλος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σχίζα: Ἰων. σχίζη, ης, ἡ, (σχίζω) τεμάχιον ἐσχισμένου ξύλου, κοινῶς «σκίζα» ὡς τὸ σχίδαξ. Λατ. cindula, σχίζῃ δρυὸς Ὀδ. Ξ. 425, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1032· ἐν τῷ πληθ., ξύλα ἐσχισμένα εἰς μικρὰ τεμάχια, μάλιστα καυσόξυλα. καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηροὺς] Ἰλ. Α. 462, Ὀδ. Γ. 459· τὰ μέν... σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Ἰλ. Β 425. 2) βέλος Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Κ΄, 20 κἑξ.), πρβλ. Ἀνθολ. Π. 6. 282 δόρυ, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 80)· οὕτω σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν Böckh Urkunden σ. 446. ΙΙ. σχίσμα, διάσχισις, διαχωρισμός, ὁδῶν Συνέσ. 91C.

Middle Liddell

σχίζω
1. a piece of wood cleft off, a lath, splinter, Lat. scindula, Od., Ar.: in plural cleft wood, fire-wood, Hom.
2. an arrow, Anth.

English (Woodhouse)

log

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Arabic: شَظِيَّة‎; Armenian: տաշեղ; Aromanian: ashclji, aschlje; Azerbaijani: tilişkə; Basque: ezpal; Belarusian: скабка, стрэ́мка; Bulgarian: отломък, треска; Catalan: estella; Cherokee: ᎤᏢᏓᎸᏓ; Chinese Mandarin: 碎片, 刺; Czech: tříska, úlomek, odštěpek; Dalmatian: sčela; Danish: splint; Dutch: splinter; Esperanto: splito; Estonian: pind, kild; Finnish: säle, sirpale, pirstale; French: éclat, esquille, écharde; Friulian: sclese, scae; Galician: estela, racha, acha, pitela, cavaco, guizo, lerca, escádea, trisca, turraca, lircha, troupecelo; Georgian: ხიწვი, ხიჭვი; German: Splitter, Splinter, Schiefer, Spreißel; Greek: σκλήθρα, θραύσμα, ακίδα; Ancient Greek: ἀγή, ἀπογλυφή, ἀπόθραυσμα, ἀπόκνισμα, ἀπόκομμα, ἀποπελέκημα, δᾳδίον, δίαγμα, διάκλασμα, διάξυσμα, ἔκψηγμα, θραῦσμα, κάρφος, λεπίς, παδησχέα, παδησχέαι, περίθλασμα, περικνίδιον, σκινδάλαμος, σκινδαλμός, σκόλοψ, σχιδαλαμός, σχίζα, σχιζίον, σχινδάλαμος, σχινδαλμός; Hebrew: קֵיסָם‎, שְׁבָב‎; Hungarian: forgács, szálka; Irish: scealp, scealpóg; Italian: scheggia; Japanese: 破片, 刺; Khmer: ចំរាស; Korean: 조각, 지저깨비; Lao: ສ້ຽນ; Latin: assula, schidia; Latvian: skaida, skabarga; Lithuanian: drožlė, rakštis; Macedonian: спица, деланка; Maori: koi; Norman: êclyi; Norwegian Bokmål: flis; Occitan: astèla, estèla, ascla; Old English: speld; Persian: تریشه‎; Plautdietsch: Spekja; Polish: odłamek, drzazga; Portuguese: farpa; Romanian: așchie; Russian: щепка, заноза; Sardinian: alcia, ascia, ascra, astua, astula, schedra, schelda; Scots: spail, pran; Scottish Gaelic: spealg; Slovak: trieska, štiepka; Slovene: trska; Spanish: astilla, esquirla; Swedish: flisa, sticka; Tagalog: subyang; Tajik: параха; Thai: เสี้ยน; Turkish: kıymık; Ukrainian: скабка, скалка; Venetian: sgrexénda, s-cexa; Westrobothnian: stikk