ἠρέμα

From LSJ
Revision as of 06:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[πρβλ. " to "[πρβλ. ")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρέμᾰ Medium diacritics: ἠρέμα Low diacritics: ηρέμα Capitals: ΗΡΕΜΑ
Transliteration A: ēréma Transliteration B: ērema Transliteration C: irema Beta Code: h)re/ma

English (LSJ)

(ἠρέμας before a vowel in A.R.3.170), Adv. A gently, softly, ἥσυχος, ἠρέμα, said as to a horse, Ar.Pax82 (anap.); ψήχειν ἠρέμα τὸν βουκέφαλον Id.Fr.42; ἠρέμα ἐπιγελάσαι Pl.Phd.62a; ἔχε ἠ. keep still, Id.Cra. 399e; ἠρέμα ἠρόμην Id.Prt.333e. b on the stage, aside, in a stage-whisper, Sch.E.Hec.1023, Or.671, Sch.A.Ch.46. 2 slightly, ἠρέμα ῥιλοῦν Pl.Tht.152b; ἀγανακτεῖν Id.Phlb.47a; δάκτυλοι . . ἠρέμα διηρθρωμένοι Arist.HA517a32: sometimes with an Adj., ἐν ἠρέμα προσάντει Pl.Phdr. 230c; ἠρέμα λευκός Arist.Mete.375a21; ἠρέμα θερμός Id.GC326a12; ἠρέμα παθητικός ib.328b7; ἠρέμα ὁμοῖος Id.Top.117b23; ἠρέμα ψεκτός Id.EN1126b8; ἠρέμα καὶ γελοῖον rather ludicrous, dub. in Luc.Merc.Cond.28 codd. 3 slowly, περιφέρεσθαι Pl.R.617a.

German (Pape)

[Seite 1175] vor einem Vokal ἠρέμας (verwandt mit ἔρημος, vgl. auch ἀτρέμας), sanft, leise, allmälig, langsam; ἥσυχος, ἠρέμα, κάνθων ruft Trygäus dem Käfer zu Ar. Pax 81; oft bei Plat., ἠρέμας ἔχε Crat. 399 e, κατ' ἐμαυτόν, still für mich, Ax. 372, ἠρόμην, sanft, Prot. 333 e, wie Crat. 413 a u. öfter; ἐπιγελᾶν, παραμ υθεῖσθαι, Phaed. 62 a 83 a; Gegensatz von σφόδρα, Phil. 24 c Theaet. 152 b; ἄχθεσθαι, Ep. XIII, 362 e; περιφέρεσθαι, langsam, Rep. X, 617 a; ἠρέμα καὶ οὐκ ὀξὺ βλέπειν Arist. Meteor. 3, 4; ψέγειν, dem σφόδρα entgegengesetzt, Eth. 4, 5, vgl. 3, 1; Sp.; auch bei adj., ἠρ. λευκός dem παντελῶς λ. entgeggstzt, Arist. meteor. 3, 4; ἠρ. δεισιδαιμονέστερος D. L. 2, 11. Vgl. ἠρεμής u. ἠρεμαῖος.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 doucement, paisiblement, tranquillement;
2 modérément, légèrement, un peu;
3 lentement.
Étymologie: ἤρεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἠρέμα: adv.
1 тихо, спокойно (ἐρέσθαι Plat.; ἀκούειν Arst.): ἠ. ἐπιγελάσας Plat. тихо засмеявшись, т. е. улыбнувшись; ἥσυχος, ἠ.! Arph. тише, спокойно! (окрик наездника);
2 немного, чуть (ὁ μὲν ῥιγοῖ ἠ., ὁ δὲ σφόδρα Plat.): ἔχε ἠ.! Plat. подожди чуточку!; ἠ. ψεκτός Arst. достойный некоторого порицания; ἠ. θερμός Arst. чуть теплый, тепловатый;
3 медленно (περιφέρεσθαι Plat.; κινεῖν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠρέμᾰ: καὶ ἠρέμας πρὸ φωνήεντος ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 170 (ἴδε ἐν τέλ.), ἐπίρρ., ὡς τὸ ἀτρέμας, ἡσύχως, ἐλαφρῶς, ἥσυχος, ἠρέμα, ἥσυχα, σιγά! λεγόμενον πρὸς ἵππον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 82· ψήχειν ἠρέμα τὸν βουκέφαλον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 135 ἠρέμα ἐπιγελᾶν Πλάτ. Φαίδ. 62Α· ἔχε ἠρέμα, στάσου ἥσυχα, ὁ αὐτ. Κρατ. 399Ε· ἤρ. ἠρόμην ὁ αὐτ. Πρωτ. 333Ε. 2) ὀλίγον τι, ἐλαφρῶς, ἀντίθ. σφόδρα, ἠρ. ῥιγοῦν ὁ αὐτ. Θεαιτ. 152Α· ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. Φιλήβ. 47Α· δάκτυλοι... ἠρ. διηρθρωμένοι Ἀριστ. Ι. Ζ. 3. 9, 6· ― ἐνίοτε μετ’ ἐπιθ. ἐν ἠρέμα προσάντει Πλάτ. Φαίδρ. 230C· ἠρ. λευκὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 28· ἠρ. θερμὸς ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16. παθητικὸς αὐτόθι 10, 15· ἠρ. ὁμοῖος ὁ αὐτ. Τοπ. 3. 2, 7· ἠρ. ψεκτὸς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 14· ἠρ. καὶ γελοῖον Λουκ Μισθ. Συνόντ. 28. 3) βραδέως, ἀντίθ. τάχιστα, Πλάτ. Πολιτ. 617Α. - Τὸ ἐπίθ. ἤρεμος εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Θεοφρ. Λιθ. 62, Λουκ. Τραγῳδ. 207 (ἠρέμῳ ποδί), Α΄ Ἐπιστ. Τιμ. β΄, 2· ἤρεμον ἑαυτὸν παρέχειν Ἐπιγρ. Ὀλβιοπόλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 24· - ἠρεμαῖος εὕρηται συνήθ. ἀντ’ αὐτοῦ· περὶ τοῦ συνθέτου ὡσαύτως ἴδε ἐν λ. ἠρεμαῖος. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ἐν τῷ Σανσκρ. ram, ram-ê (gaudeo), πρβλ. â-ram-âmi (desino, quiesso), Γοτθ. rim-is (ἡσυχία)· - ἐντεῦθεν καὶ ἠρεμί, αῖος, -ία, -έω.)

Greek Monolingual

και ήρεμα (AM ἠρέμα)
επίρρ. βλ. ήρεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < η-ρέμ- (το - < -n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate «ησυχάζω», λιθ. rimti «είμαι ήσυχος», γοτθ. rimis «ανάπαυση» κ.ά.). Το αρχικό η- της λ. είναι πιθ. κάποιο πρόθ. εν εκτάσει, ίσως για μετρικούς λόγους. Το ηρέμα απαντά και με την επιρρμ. κατάλ. -ί (-εί): ηρεμ-ί (-εί) [πρβλ. πανδημ-ί(-εί)], καθώς και με τη μορφή ηρέμας προ φωνήεντος (πρβλ. ατρέμ-ας).
ΠΑΡ. ηρεμώ
αρχ.
ηρεμάζω, ηρεμίζω, ηρέμιος
αρχ.-μσν.
ηρεμαίος
μσν.
ηρεμώ (-όω)
νεοελλ.
ηρεμικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: αρχ. υπηρέμα].

Greek Monotonic

ἠρέμᾰ: επίρρ.,
1. όπως το ἀτρέμας, σιγανά, ήσυχα, σιωπηλά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ελαφρά, λίγο, στον ίδ.
3. αργά, με βραδύ ρυθμό, αντίθ. προς το τάχιστα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: quietly, gentle, slowly, a little (Pl., Ar., Arist.); also ἠρέμας (A. R. 3, 170; antevoc.), -μί (Ar. Ra. 315).
Derivatives: Comp. ἠρεμέστερος (X., Thphr.; Schwyzer 535; innovation, not old s-stem = Goth. rimis), with ἠρεμαιότης (Hp.); ἤρεμος id. (Thphr.; backformation from ἠρεμέω) with ἠρεμότης (late). ἠρεμαῖος quiet (Pl., Hp.). Denomin. verbs: 1. ἠρεμέω be quiet (Pl., Hp. etc.) with ἠρέμησις rest (Ti. Locr., Arist.), also ἠρεμία id. (Arist.; after the type ἐπιδημέω : ἐπιδημία; Schwyzer 469; cf. also ἤρεμος [: ἐπίδημος]); 2. ἠρεμίζω calm (X., Arist.) with ἠρέμισμα (Arist.-Com.); 3. ἠρεμάζω be quiet (LXX).,
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [864] *h₁remH- rest, be quiet
Etymology: On the formation s. Schwyzer 622; ἠρέμας as ἀτρέμας (ib. 620), on ἠρεμί (-εί) ib. 623. - From ἠρέμα a widespread group for rest, quiet cannot be separated, e. g. Skt. rámate rest etc., Lith. rìmti be quiet (with laryngeal), Goth. rimis n. rest, OIr. fo-rimim set, lay. - One supposed a prefix ἠ- (s. ἠβαιός); a lengthened prothesis is also not attrective (s. Čop KZ 74, 228; cf. on ἠΐθεος, but this is an archaic epic word).

Middle Liddell

like ἀτρέμας,]
1. stilly, quietly, gently, softly, Ar., Plat.
2. a little, slightly, Plat.
3. slowly, opp. to τάχιστα, Plat. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἠρέμα: {ērémă}
Forms: auch ἠρέμας (A. R. 3, 170; antevok.), -μί̄ (Ar. Ra. 315).
Grammar: Adv.
Meaning: ruhig, sanft, langsam, ein wenig (Pl., Ar., Arist. usw.);
Composita : Komp. ἠρεμέστερος (X., Thphr.; Schwyzer 535; Neubildung, nicht alter s-Stamm = got. rimis), mit ἠρεμαιότης (Hp.); ἤρεμος ib. (Thphr., Kaiserzeit; Rückbildung aus ἠρεμέω) mit ἠρεμότης (spät); denominative Verba: 1. ἠρεμέω ruhig sein (Pl., Hp. usw.) mit ἠρέμησις Ruhe (Ti. Lokr., Arist. u. a.), auch ἠρεμία ib. (Arist. usw.; nach dem Typus ἐπιδημέω : ἐπιδημία; Schwyzer 469; vgl. auch ἤρεμος [: ἐπίδημος); 2. ἠρεμίζω zur Ruhe bringen (X., Arist.) mit ἠρέμισμα (Arist.-Kom.); 3. ἠρεμάζω ruhig sein (LXX).
Derivative: Davon ἠρεμαῖος ruhig (Pl., Hp. u. a.),
Etymology : Zur Bildung von ἠρέμα s. Schwyzer 622; ἠρέμας wie ἀτρέμας (ebd. 620), zu ἠρεμί̄ (-εί) ebd. 623. — Von ἠρέμα kann eine weitverbreitete Wortsippe für ruhen, ruhig nicht getrennt werden, die im Indoiranischen, Baltischen, Germanischen und Keltischen mehrere Vertreter hat, z. B. aind. rámate ruhen, lit. rìmti ruhig sein, got. rimis n. Ruhe, air. fo-rimim setzen, legen. — In ἠρέμα ist mit fraglichem Recht ein Präfix ἠ- gesucht worden (s. zu ἠβαιός); eher ist eine rhythmisch gedehnte Vokalprothese anzunehmen (zuletzt Čop KZ 74, 228; vgl. zu ἠΐθεος). — Reiche Lit. und weitere Formen bei WP. 2, 371f.
Page 1,643

English (Woodhouse)

calmly, quietly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

καί ἠρέμας μπροστά ἀπό φωνήεντο (=ἥσυχα, σιγά). Ἀπό ρίζα ϝραμ + προθεματικό α → αϝραμ → ἀραμ καί μέ μετάπτωση → ἠρεμ+α → ἠρέμα.
Παράγωγα: ἠρεμαῖος, ἠρεμῶ, ἠρέμησις, κατηρέμησις, ἠρεμία, ἠρεμίζω καί τό ἐπίθ. ἤρεμος.