ὑπεισέρχομαι

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεισέρχομαι Medium diacritics: ὑπεισέρχομαι Low diacritics: υπεισέρχομαι Capitals: ΥΠΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hypeisérchomai Transliteration B: hypeiserchomai Transliteration C: ypeiserchomai Beta Code: u(peise/rxomai

English (LSJ)

A enter upon secretly, λαθὸν ὑπεισῆλθεν τὸ γῆρας, v.l. for ὑπῆλθεν, came on me unawares, Pl.Ax.367b; πάντως ἂν οἶκτος αὐτὸν ὑπεισῆλθε pity would have stolen over him, Lib.Decl.6.38 (v.l. ὑπῆλθε).
2 come into one's mind, Luc.Merc.Cond.11.
3 enter instead, be substituted, τῶν συμφώνων τούτων, ἃ ὑπεισέρχεται εἰς τὸν τόπον τούτου the consonants which are substituted for it, Dosith. p.385 K.
4 enter a body in one's turn, εἰς τοὺς ἐμοὺς ἀνθρώπους PGiss.40i6 (iii A. D.); succeed to office, βουλευτικὸν φρόντισμα PSI6.684.4 (iv/v A. D.).
II slip into, assume, πρᾶον σχῆμ' ὑπεισελθών Men.689.

German (Pape)

[Seite 1185] (s. ἔρχομαι), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; εἶτα λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ γῆρας Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με δέος, ἔλεος, Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπεισῆλθον;
se glisser furtivement ou peu à peu dans.
Étymologie: ὑπό, εἰσέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεισέρχομαι: тихо прокрадываться (λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ γῆρας Plat.): ὑπεισέρχεται Luc. приходит на ум; πρᾶον σχῆμ᾽ ὑπεισελθεῖν Men. надеть на себя личину кротости.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεισέρχομαι: ἀποθ., ἐπέρχομαι κρυφίως, πλησιάζω ἀνεπαισθήτως, γῆρας ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με δέος, ἔλεος, μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, ἀναλαμβάνω, πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.

Greek Monolingual

ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ
1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος
2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του
νεοελλ.
μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι
μσν.-αρχ.
1. διαδέχομαι
2. επηρεάζω, πείθωεἴτε διὰ χρημάτων εἴτε διὰ τῆς ἀθέου αὐτῶν θρησκείας, κακῶσαι τοὺς χριστιανούς», Μάρκ. Δ.)
αρχ.
1. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου
2. αναλαμβάνω («πρᾱον σχῆμ' ὑπεισελθών», Μέν.).

Greek Monotonic

ὑπεισέρχομαι: αόρ. βʹ -εισῆλθον, αποθ. μπαίνω κρυφά, έρχομαι, μπαίνω στο μυαλό κάποιου, σε Λουκ.

Middle Liddell

aor2 -εισῆλθον
Dep. to enter secretly, to come into one's mind, Luc.