φλογμός

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογμός Medium diacritics: φλογμός Low diacritics: φλογμός Capitals: ΦΛΟΓΜΟΣ
Transliteration A: phlogmós Transliteration B: phlogmos Transliteration C: flogmos Beta Code: flogmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A flame, blaze, as of lightning, πυρὸς φ. ὁ Διός E. Supp. 831 (lyr.), cf. 1019 (lyr.), Hec.474 (lyr.), f.l. in Hel.1162 (lyr.); fiery heat, A.Eu.940 (lyr.); of burning lava, Arist.Mu.400b4: of the funeral pyre, prob. in Supp.Epigr.4.719 (Bithynia); pl., Eratosth. ap. Sch.Il.18.468.
b fire, Ph.1.118.
2 inflammation, Hipp.VM19, VC15, al.; feverish heat, Luc.Peregr.44.
3 metaph., heat of passion, Ph.1.166,238.

German (Pape)

[Seite 1292] ὁ, das Brennen, die Entzündung; ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. Eum. 900; Διός, der Blitz, Eur. Suppl. 856; Hippocr. u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 rayonnement ou ardeur du soleil;
2 fièvre ardente.
Étymologie: φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

φλογμός:
1 пламя, жар: φ. ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. ослепительный (солнечный) жар, выжигающий растения; φ. Διός Eur. пламя Зевса, т. е. молния;
2 горящая лава Arst.;
3 жар, лихорадка: τὸν φλογμὸν οὐ φέρειν Luc. метаться в жару.

Greek (Liddell-Scott)

φλογμός: ὁ, φλόξ, λάμψις, οἷον ἀστραπῆς, φλ. ὥστε Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· πυρώδης θερμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) φλόγωσις, φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· πυρετώδης θερμότης, Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ θέρμη τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μτφ. (για συναισθήματα) έξαψη («φλογμὸς παθῶν», Φίλ.)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με την αστραπή) ισχυρό φως, λάμψη («πυρὸς φλογμὸς ὁ Διός», Ευρ.)
2. ακτινοβολία θερμότητας, πύρα
3. (ως ιατρ. όρος) α) φλόγωση
β) πυρετός
4. φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -μός (πρβλ. κορμός, φορμός)].

Greek Monotonic

φλογμός: ὁ (φλέγω), φλόγα, λάμψη, όπως της αστραπής, σε Ευρ.· φλογερὴ θερμότητα, σε Αισχύλ.· πυρετώδης θερμότητα, σε Λουκ.

Middle Liddell

φλογμός, οῦ, ὁ, φλέγω
flame, blaze, as of lightning, Eur.; fiery heat, Aesch.; feverish heat, Luc.

English (Woodhouse)

flame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)