ἀϋτμή

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϋτμή Medium diacritics: ἀϋτμή Low diacritics: αϋτμή Capitals: ΑΫΤΜΗ
Transliteration A: aütmḗ Transliteration B: autmē Transliteration C: aytmi Beta Code: a)u+tmh/

English (LSJ)

ἡ, (ἄημι)
A breath, εἰς ὅ κ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένη Il.9.609; τεῖρε δ' ἀ. Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaistos, 21.366; ὅσσον πυρὸς ἵκετ' ἀ. Od.16.290 (hence abs. for heat, 9.389): in plural, περισχίζοντο δ' ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Q.S.13.329; of bellows, εὔπρηστον ἀ. ἐξανιεῖσαι Il.18.471; ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.400.
2 scent, fragrance, με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀ. 12.369, cf. Il.14.174; θήρειος ἀϋτμή scent of game, Opp.C.1.467.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1respiración, aliento humano εἰς ὅκ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένῃ Il.9.609, 10.89, ἀ. ... στομάτων A.R.2.665
soplo en la operación de soplado del vidrio, Anon. hex. en POxy.3536.7.
2 soplo del viento o el humo ἀνέμων ... ἀ. Od.11.400, 407
corriente de aire φῦσαι ... ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Il.18.471
καπνοῦ ... ἀ. vapor Nonn.D.23.264.
3 aliento, soplo del fuego ἀ. Ἡφαίστοιο Il.21.366, cf. Q.S.13.329, πυρὸς ... ἀϋτμή Od.16.290, cf. 19.9, A.R.1.734, φάεος ... ἀ. Call.Dian.117
soplo de fuego ὀφρύας εὖσεν ἀ. γλήνης καιομένης Od.9.389, θερμὸς ἀ. Hes.Th.696, καίετο γαῖα αὐτμῇ θεσπεσίῃ Hes.Th.862.
II olor, fragancia τοῦ (ἐλαίου) ... οὐρανὸν ἵκετ' ἀ. Il.14.174, κνίσης ... ἡδὺς ἀ. Od.12.369, θήρειος ἀ. olor a caza Opp.C.1.467.
• Etimología: Deriv. de una doble vocalización ante cons. *H°H2°t- de la misma raíz que ἀτμός, q.u., y en último término ἀήρ q.u.

English (Autenrieth)

breath, blast, fumes; of breathing, Il. 9.609, Il. 10.89; wind, Od. 11.400, 407 (from the bellows, Il. 18.471); fire, Il. 21.366, Od. 9.389 (smoky, Od. 16.290); savors, fragrances, Il. 12.369, Il. 14.174, Od. 12.369.

Middle Liddell

ἄημι
1. breath, Il.; ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaestus, Il.; πυρὸς ἀϋτμή Od.; of bellows, Il.; of wind, Od.
2. odour, scent, fragrance, Hom.

German (Pape)

[Seite 396] (ἄω, ἄημι), ἡ, Hauch, Athem, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ Il. 9, 609; Wind des Blasebalgs 18, 471; vom Winde Od. 11, 400; Duft des Oels Il. 14, 174; κνίσης Od. 12, 369; πυρός, Feuerqualm, Rauch, 16, 290; die Lohe 9, 389; vgl. Hes. Th. 861; öfter bei späteren Dichtern; θήρειος ἀϋτμή Opp. C. 1, 466, die Witterung des Wildes.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. souffle :
1 souffle, haleine;
2 souffle du vent, souffle d'un soufflet de forge;
II. exhalaison :
1 odeur;
2 vapeur embrasée.
Étymologie: R. ἈϜ souffler, cf. ἄημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀϋτμή:
1 дыхание (ἐν στήθεσσι Hom.);
2 дуновение, веяние, порыв (ἀνέμων Hom.);
3 дым, копоть (πυρός Hom.);
4 испарение, т. е. запах (ἡδὺς ἀ. Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀϋτμή: ἡ, (ἄημι) ἀναπνοή, πνοή, εἰς ὅ κ’ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ, Ἰλ. Ι. 609, κτλ.˙ τεῖρε δ’ ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, ἡ πυρώδης πνοὴ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 366˙ ὅσσον πυρὸς ἵκετ’ ἀϋτμὴ Ὀδ. Π. 290˙ (ἐντεῦθεν ἀπολ. πρὸς δήλωσιν θερμότητος Ι. 389)˙ κατὰ πληθ., περισχίζοντο δ’ ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Κόϊντ. Σμ. 13. 329: - ἐπὶ φυσητήρων, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471˙ ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 400. 2) ὀσμή, καὶ τότε με κνίσης ἀμφηλυθὲν ἡδὺς ἀϋτμὴ Μ. 369, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 174˙ θήρειος ἀϋτμὴ ὀσμὴ κυνηγίου, Ὀππ. Κ. 1. 467.

Greek Monolingual

ἀϋτμή, η (Α)
1. πνοή, αναπνοή
2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά
3. άρωμα, ευωδιά
4. οσμή, μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου αετμός, άετμα (πρβλ. «αετμόν
το πνεύμα», «άετμα
φλόξ», βλ. και λ. ατμός), όσο και με το άημι].

Greek Monotonic

ἀϋτμή: ἡ (ἄημι
1. αναπνοή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, η φλεγόμενη πνοή του Ηφαίστου, στο ίδ.· πυρὸςἀϋτμή, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φυσητήρες, σωλήνες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.
2. άρωμα, μυρωδιά, οσμή, ευωδία, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: breath; scent (Il.).
Compounds: νήυτμος < *n̥-h₂sut-mo-.
Derivatives: Also ἀϋτμήν, -ένος m. (Ψ 765, γ 289).
Origin: IE [Indo-European] [914] *h₂seut- seethe
Etymology: Fritz HS 106, 1993, 288 - 299 solved the problem by connecting OHG siodan sieden, reconstructing *h₂seut-; ἀυτ- < *h₂sut-; *h₂sout- in Goth. sauÞs sacrifice; disc. of the semantics. Not to ἄετμα φλόξ, ἀετμόν τὸ πνεῦμα H., nor to ἀτμός (s. v.).

Frisk Etymology German

ἀϋτμή: {aütmḗ}
Forms: Daneben ἀϋτμήν, -ένος m. (Ψ 765, γ 289).
Grammar: f.
Meaning: Atem, Hauch, Dunst (Hom., Q. S., Opp.).
Etymology: Erinnert nach Form und Bedeutung stark an ἄετμα· φλόξ, ἀετμόν· τὸ πνεῦμα H., die einerseits schwerlich von ἀτμός (s. d.) getrennt werden können, anderseits mit ἄημι verwandt zu sein scheinen. Aber die Einzelheiten bedürfen noch der Aufklärung; unbefriedigend Solmsen Unt. 271 und Schwyzer 493.
Page 1,190