πενιχρός
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ά, όν, poor, needy, Od.3.348, Alc.49, Thgn. 165, 181, Sol.4.23, Pi.N. 7.19.—Poet. word, found in Com., as Ar.Pl.976, Philetaer.4, Diod. Com.2.8, in Pl.R. 578a, and in later Prose, as PPetr.3p.73 (iii B. C.), Socr. ap. Stob.3.13.64, LXX Ex.22.25, etc.; π. δίαιτα Phld. Oec.p.48 J.: Comp. πενιχρότερος Ph.2.284, Sup. πενιχρότατος Plb.6.21.7. Adv. πενιχρῶς = in poverty Arist.Pol.1252b3. [ῐ by nature, Pi. and Ar. Il. cc., also Man.2.416, elsewhere ῑ by position.]
German (Pape)
[Seite 555] wie πένης, arm, dürftig; Od. 3, 348; Gegensatz von ἀφνειός, Pind. N. 7, 19; Ar. Plut. 976; ψυχή, Plat. Rep. IX, 578 a; οἱ πενιχρότατοι, Pol. 6, 21, 7; θυσίη, Apollnds 7 (VI, 105); κόμ η, Rufin. 37 (V, 27); a. Sp. – [Man. 2, 416 braucht die mittlere Sylbe kurz.]
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
pauvre, indigent.
Étymologie: πένης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενιχρός -ά -όν [πένης] zelden in proza, arm, behoeftig; adv. πενιχρῶς op een zuinige manier.
Russian (Dvoretsky)
πενιχρός: Hom., Pind., Plat., Polyb., NT = πένης I.
English (Autenrieth)
English (Slater)
πενῐχρός poor ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (N. 7.19)
English (Strong)
prolongation from the base of πένης; necessitous: poor.
English (Thayer)
πενιχρα, πενιχον (from πένομαι, see πένης), needy, poor: Homer, Odyssey 3,348 down; for עָנִי in דַּל in Proverbs 29:7.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / πενιχρός, -ά, -όν, ΝΑ
αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα»)
νεοελλ.
1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή»)
2. ο δηλωτικός της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός («πενιχρό γεύμα»)
αρχ.
ενδεής, φτωχός, άπορος.
επίρρ...
πενιχρώς και -ά / πενιχρῶς ΝΑ
με πενιχρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. πένομαι με επίθημα -χρός (πρβλ. βδελυχρός, μελιχρός)].
Greek Monotonic
πενιχρός: -ά, -όν, όπως το πένης, φτωχός, πάμπτωχος, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
Greek (Liddell-Scott)
πενιχρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πένης, ἄπορος, ἐν ἀνάγκῃ διατελῶν, ἐνδεής, Θεόγν. 165 181, Σόλων 3. 23, Πινδ. Ν. 7. 27· ― ἀρχαία ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (ἴδε Ἀριστοφ. Πλ. 976, Φιλέταιρον ἐν «Ἀχιλλεῖ» 1, Διόδωρον Σινωπέα ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 8), παρὰ Πλάτ. Πολ. 578Α, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. ― Ἐπίρρ., -χρῶς Ἀριστ. Πολιτικ 1. 2, 3
Middle Liddell
πενιχρός, ή, όν like πένης
poor, needy, Od., Theogn.
Chinese
原文音譯:penicrÒj 胚你赫羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:麻醉(著)
字義溯源:窮困的,貧窮的,窮;源自(πένης)=貧窮);而 (πένης)出自(πεντηκοστή)X*=辛勞)。參讀 (πένης)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 窮(1) 路21:2
Mantoulidis Etymological
(=φτωχικός). Ἀπό τό πένομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.