ἀκάμας
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
[ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) untiring, ἠέλιος, Σπερχειός, etc., Il.18.239, 16.176, al. (not in Od.); ἵπποι Pi.O.1.87; Νότος, Βορέας S.Tr.112 (lyr.); χρόνος Critias 18; πόνοι unceasing, Arist.Fr.675; νόος Them.Or.6.79c.
Spanish (DGE)
-αντος
• Prosodia: [-κᾰ-]
1 infatigable, incansable Ἠέλιος Il.18.239, 484, Hes.Th.956, Σπερχειός Il.16.176, cf. 823, ἵπποι Pi.O.1.87, πόντος Pi.N.6.39, Νότος ἢ Βορέας S.Tr.112, ἀ. τε χρόνος ... τίκτων αὐτὸς ἑαυτόν Critias Fr.Trag.3.1, νόος Them.Or.6.79c, στρατός Nonn.D.17.278.
2 incesante πόνοι Arist.Fr.675.
3 otro n. del número diez, Theol.Ar.59.
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ, ἡ)
infatigable.
Étymologie: ἀ, ἔκαμον, de κάμνω.
German (Pape)
αντος, unermüdlich, Hom. viermal, Il. 16.176 Σπερχειῷ ἀκάμαντι, 823 σῦν ἀκάμαντα, 18.239, 484 ἠέλιον ἀκάμαντα; – Pind. πόντος N. 6.40, ἵπποι Ol. 1.87; Soph. Νότος Tr. 112.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάμᾱς: αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный (Σπερχειός, ἠέλιος Hom.; ἵπποι, πόντος Pind.; Νότος, Βορέας Soph.; χρόνος Eur.; πόνοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάμας: [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) ἀκαταπόνητος, μὴ ἀναπαυόμενος, ἠέλιος, Σπερχειός, κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, Βορέας, Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· χρόνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.
English (Slater)
ᾰκᾰμας unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.
Greek Monolingual
ἀκάμας (-αντος), ο (Α)
1. ακούραστος, ακαταπόνητος
«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (Ομ. Σ 239)
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διαρκής
«ἀκάμαντες πόνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κάμα-ς, -αντος < κάμνω
η λ. ἀκάμᾱς χρησιμοποιήθηκε νωρίς, ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», πράγμα που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του ἀκάμας υπήρξαν τα ἀκμής -ῆττος και ἄκμητος καθώς και το σύνθ. ἀκάματος (από το ουσ. κάματος) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. ἀκάμας υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια σειρά από σύνθετα με τη σημ. του «ακούραστος» (ἀκαμαντολόγχας, ἀκαμαντομάχας, ἀκαμαντόπους, ἀκαμαντοχάρμας
πρβλ. και ἀκαμαντορόας, «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. σχηματισμός -κμητος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας σειράς διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. ἄκμητος, πολύκμητος, ἀνδρόκμητος, δουρί-κμητος, πυρί-κμητος)].
Greek Monotonic
ἀκάμας: [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ (κάμνω), ακούραστος, ακάματος, ακαταπόνητος, αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.